Είναι προφανές ότι ειδικά για τους σύγχρονους Έλληνες πιστούς του αναστημένου Χριστού, τα όσα λέχθηκαν στον Άρειο Πάγο και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ακούστηκαν, έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Όχι μόνο γιατί φωτίζονται πλευρές της πίστης που θα τις αγνοούσαμε, αλλά και διότι εδώ, στον Άρειο Πάγο, αποσαφηνίζονται κρίσιμα ζητήματα σχέσεων μεταξύ των δύο κόσμων, του Ελληνικού και του Ιουδαϊκού. Διότι σε αυτή τη συνάντηση, για πρώτη φορά ακούγεται ο λόγος της Ανάστασης και για πρώτη φορά οι ακροατές ακούν μέσα στο δικό τους πολιτιστικό περιβάλλον να παρουσιάζεται το γεγονός της Ανάστασης, όχι με τον μανδύα της Εβραϊκής ιστορικής παράδοσης, αλλά με την δύναμη της ατελεύτητης ζωής. Και αυτό φέρνει τους ακροατές -τότε και σήμερα – σε σύγχυση και ευθύνη. Σύγχυση γιατί το γεγονός της ανάστασης, αν και προφητεύεται, δεν πηγάζει ενεργειακά μέσα από την παράδοση, δεν επιβάλλεται στους ομόθρησκους και δεν περιλαμβάνει δια της βίας το σύνολο των ανθρώπων που μετέχουν στην παράδοση αυτή. Ευθύνη γιατί η πίστη στην Ανάσταση μεταφέρεται από το συλλογικό στο ατομικό, από το έθνος στο ένα φυσικό πρόσωπο, εσένα και εμένα, το οποίο δέχεται και ακολουθεί ή απορρίπτει και απομακρύνεται με τις αντίστοιχες συνέπειες στην προσωπική μας ζωή.