Η θεοποίηση των φυσικών φαινομένων είναι ειδωλολατρεία.
Τα φυσικά φαινόμενα είναι λειτουργίες της φύσης, υπακούν σε φυσικούς νόμους και δεν είναι ο θεός.
Αυτή η απλοϊκή έννοια δεν είναι εύκολα αντιληπτή, ακριβώς διότι ο φόβος των φυσικών φαινομένων μας οδηγεί σε θεοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις που κινούνται στην σφαίρα του ψεύδους και των ψευδαισθήσεων.
Και αυτό ακριβώς ήταν ένα μεγάλο μέρος του έργου που έπρεπε να εκτελέσει ο Χριστός, δηλαδή να διδάξει και να βοηθήσει στην κατανόηση της διάκρισης μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος, μεταξύ του θεού και των δημιουργημάτων και των λειτουργιών αυτών.
Έπρεπε δηλαδή ο Χριστός να επισημάνει την διαφορά των δυο θεμάτων, και στην συνέχεια, μέσα από τα παραδείγματα της φύσης, να κατανοήσουν οι άνθρωποι αυτή την διαφορά μεταξύ δημιουργού και δημιουργημάτων.
Και φυσικά ούτε τότε, αλλά ίσως ούτε και σήμερα, είναι εύκολα αντιληπτή αυτή η βασική διάκριση μεταξύ του δημιουργού και των λειτουργιών των δημιουργημάτων του, ακριβώς γιατί όλοι ζούμε μέσα στην φύση, και ενώ κατανοούμε ότι δεν είναι δυνατόν η φύση να είναι θεός και δημιουργός, ωστόσο, η ασθενική πίστη μας οδηγεί σε παρανοήσεις και τραγικές καταστάσεις φόβου, με ό,τι αυτό σημαίνει για την εκμετάλλευση από τους επιτήδειους, εκείνους δηλαδή που θέλουν να εκμεταλλευτούν τους φόβους και την άγνοιά μας για να κυριαρχήσουν στην προσωπική μας ζωή.
Αξιοποιώντας ο Χριστός την συνήθεια των Εβραίων να πλένουν τα χέρια τους, συνήθεια που είχαν αναγάγει σε εντολή θεού και όχι ανθρώπων, οδήγησε το ακροατήριό του σε αυτή την απλή αλλά ουσιαστική διάκριση: τα φαγητά, ως φυσικά προϊόντα, λειτουργούσαν ως τροφή του σώματος και ακολουθούσαν την πορεία από το στόμα στο πεπτικό σύστημα.
Αυτά τα φυσικά στοιχεία δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την καρδιά του ανθρώπου, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την συνείδηση και τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, ακριβώς γιατί η πορεία τους μέσα στο φυσικό σώμα ήταν τότε, είναι και σήμερα, απόλυτα βεβαιωμένη.
Αντίθετα, εκείνο που είχε μεγάλη σημασία ήταν ο εσωτερικός κόσμος της καρδιάς, της ψυχής και της συνείδησης του ανθρώπου, και εκεί έπρεπε να δίνεται η βαρύτητα της καλλιέργειας και όχι μόνον στις τροφές που ούτως ή άλλως είχαν πάντοτε προσωρινή και όχι αιώνια αξία.