Για την κατανόηση της αλήθειας, είναι ανάγκη πολλές φορές, να λαμβάνουμε υπόψη μας και τις συνθήκες και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ένα γεγονός εξελίσσεται, ώστε τα λόγια που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη να έχουν πρακτικό νόημα και να μπορούν να βρουν απήχηση και εφαρμογή στην εκάστοτε σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα.
Κύριο στοιχείο είναι η κατανόηση του ακροατηρίου προς το οποίο απευθύνονται και το οποίο αφορούν τα όσα γράφουν οι συγγραφείς των κειμένων της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Διότι αν γίνει λάθος εκτίμηση για το ακροατήριο, τότε υπάρχει κίνδυνος να ζητήσουμε να εφαρμόσουμε σήμερα πράγματα, τα οποία δεν έχουν κανένα νόημα και δεν προάγουν τη γνώση μας για τον δρόμο της αλήθειας και την πορεία προς την επίγνωση του δημιουργού μας.
Αν δηλαδή συσσωρεύουμε γνώσεις ιστορικές χωρίς όμως πρακτική αξία εφαρμογής σήμερα, τότε υπάρχει κίνδυνος να εφαρμόζουμε πράγματα αναχρονιστικά και να δίνουμε αξίες σε πράγματα που δεν αξίζουν σήμερα προς την κατεύθυνση της επίγνωσης του δημιουργού μας.
Για τον λόγο αυτό, τόσο ο ίδιος ο Χριστός όσο και οι μαθητές του που εφάρμοσαν πρώτοι την διδασκαλία του, πάντοτε αναφέρονταν στο παρελθόν, αλλά με κύριο στόχο την πρακτική εφαρμογή των λόγων στο εκάστοτε σήμερα. Δηλαδή έκαναν μάθημα καθημερινής πρακτικής ζωής και όχι μάθημα αρχαιολογίας και ιστορίας.
Και μέσα σε αυτό το σκεπτικό, η κατανόηση των γεγονότων της Καινής Διαθήκης παίρνει πρακτικό νόημα και για μας σήμερα, άσχετα αν απέχουμε είκοσι αιώνες από την εποχή που συνέβησαν.
Διότι το ζητούμενο είναι το θέλημα του θεού σήμερα και όχι χθες και στο παρελθόν, και μάλιστα το θέλημα του θεού για μένα και όχι για κάποιους άλλους που ζουν ή που έζησαν πριν εκατοντάδες χρόνια και κρίθηκαν ήδη για τις πράξεις τους. Μπορεί βεβαίως να είναι παράδειγμα προς αποφυγή ή προς μίμηση ένα ιστορικό γεγονός, αλλά αυτό δεν πρέπει να ανατρέπει την βασική αρχή:
ότι δηλαδή ο θεός σήμερα είναι ζωντανός, σήμερα διδάσκει εμένα προσωπικά ως προσωπικός μου διδάσκαλος, σήμερα απευθύνεται σε μένα και όχι σε άλλους.