Όσοι από μας δημιουργούμε ή έχουμε πρόθεση να δημιουργήσουμε κάτι στον εικοστό πρώτο αιώνα, θα πρέπει να αναζητήσουμε και ένα πρότυπο δημιουργού για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του, το αποτύπωμά του πάνω στη γη, και παίρνοντας μαθήματα από εκείνον και την συμπεριφορά του, να εκτελέσουμε το δικό μας σχέδιο.
Και αν για τα ανθρώπινα πρότυπα υπάρχουν πάντα αμφιβολίες τόσο ως προς την αξιοπιστία των προθέσεων και των μέσων, όσο και ως προς την αντοχή του έργου μέσα στον χρόνο, είναι προφανές ότι το καλύτερο πρότυπο είναι ο ίδιος ο δημιουργός του κόσμου και του σύμπαντος γενικότερα.
Για τον λόγο αυτό και εκτός από την εξερεύνηση της φύσης που μας προσφέρει αναρίθμητα στοιχεία του χαρακτήρα του δημιουργού, είναι πολύτιμη και η περιγραφή της Βίβλου, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη.
Διότι στόχος των περιγραφών της Βίβλου δεν είναι να σταματήσουμε να κοιτάζουμε γύρω μας και να παίρνουμε μαθήματα από την τελειότητα της λειτουργίας της φύσης – κάτι που ο ίδιος ο Χριστός έκανε συστηματικά με τις παραβολές και τα στοιχεία που μπορούσαν να κατανοήσουν την εποχή εκείνη οι ακροατές του – αλλά να έχουμε διπλή δικλίδα ασφαλείας στις πεποιθήσεις και στις πρακτικές μας: από την μια η μελέτη του φυσικού κόσμου που μας προσφέρει σήμερα άφθονα στοιχεία του τρόπου λειτουργίας της δημιουργίας και από την άλλη η προσήλωση στον Λόγο της Βίβλου που αυξάνει την πίστη και τις πεποιθήσεις μας για την δύναμη και τον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του δημιουργού και της δημιουργίας του.
Αυτή η πεποίθηση – για την δύναμη και τον τρόπο λειτουργίας της φύσης – είναι και η βάση για την εμπιστοσύνη μας ότι η μεγάλη απόδειξη δεν είναι μόνον οι δυνάμεις που ενεργούν εδώ και εκατομμύρια χρόνια μέσα στον φυσικό κόσμο, αλλά η μεγάλη απόδειξη βρίσκεται στην ανάσταση.
Η δια πίστεως υπέρβαση του φυσικού κόσμου δεν είναι άρνηση του φυσικού κόσμου, αλλά ενίσχυση της πεποίθησης ότι η δύναμη της ανάστασης είναι παρούσα και ενεργεί και μετουσιώνει την καθημερινότητά μας σε στοιχείο της αιωνιότητας.