Η έννοια του Δικαίου και της απόδοσης Δικαιοσύνης υπήρξε ανέκαθεν μεγάλο ζητούμενο για την ανθρωπότητα. Ήδη από την δεύτερη π. Χ. χιλιετία οι Μινωίτες είχαν ασχοληθεί με την απόδοση του Δικαίου, τόσο κατά την διάρκεια της ζωής των ανθρώπων, όσο και μετά τον θάνατο (Ραδάμανθυς, Μίνωας).
Και όλοι εμείς που βιώνουμε την καθημερινότητα έχουμε πάντα κατά νου, τόσο τα δικαιώματά μας όσο και το γενικότερο Δίκαιο, αν και δεν είμαστε αρμόδιοι να το εκφράσουμε και να το ερμηνεύσουμε με όρους Δικαίου και Δικαιοσύνης. Και είναι πολύ φυσικό όλοι μας να θέλουμε κανείς να μην μας αδικεί, αλλά όταν έρχεται η δική μας η σειρά, εκεί είμαστε πιο ανεκτικοί.
Είναι λοιπόν δεδομένο ότι ένα τόσο σοβαρό θέμα, το Δίκαιο, δεν θα έμενε ανεξήγητο από την πλευρά του Χριστού. Μάλιστα, ο ίδιος στην επί του όρους ομιλία θέτει την δικαιοσύνη, ως έννοια και ως εφαρμογή στην προσωπική καθημερινότητα, σε ένα ύψος που δεν είναι εύκολα κατανοητό με την πρώτη ανάγνωση.
Διότι όχι μόνον τιμά τον δίκαιο, αλλά εξηγεί ότι όποιος διώχθηκε για την δικαιοσύνη του, δηλαδή οι αδικούντες τον έστειλαν στα δικαστήρια, αυτός βιώνει ήδη την βασιλεία των ουρανών (Ματθ. 5:10).
Και αυτή η τοποθέτηση δημιουργεί άλλη βάση, διότι εμείς θεωρούμε ότι ο Θεός πρέπει να παρεμβαίνει υπέρ του αδικουμένου, ενώ στην καθημερινότητα δεν βλέπουμε αυτό να γίνεται πράξη, δηλαδή αυτός που έχει δίκιο δεν δικαιώνεται πάντοτε από τα ανθρώπινα δικαστήρια.
Αυτός είναι και ο λόγος που όταν διαβάζουμε την παραβολή των εργατών του αμπελώνα (Ματθ. 20) δεν κατανοούμε το νόημα, διότι όλοι εμείς έχουμε συνηθίσει στην ανθρώπινη οπτική γωνία, ενώ ο Χριστός αναβαθμίζει το Δίκαιο στο επίπεδο του δημιουργού και όχι μόνον στην δική μας καθημερινότητα.
Η κρίση και το Δίκαιο για την αιωνιότητα δεν ταυτίζεται πάντα με τα δικά μας κριτήρια, τα οποία μπορεί να ικανοποιούν το δικό μας συμφέρον και αίσθημα, αλλά δεν επαρκούν για την προοπτική της επέκεινα του τάφου ζωής.