Επειδή στην καθημερινότητα παίρνουμε χιλιάδες αποφάσεις, οι οποίες, ωστόσο, αφορούν κατά κύριο λόγο εμάς τους ίδιους, είναι φυσικό να μην αντιλαμβανόμαστε ότι για να λάβουμε κάποια απόφαση υπάρχει ένα υπόβαθρο, μια βάση – ή πολλές βάσεις – που συνδέονται με την συνείδησή μας και με την βαθύτερη υπόστασή μας, και όχι μόνον με μια περίσταση, η οποία δεν είναι αντιπροσωπευτική του συνόλου των επιθυμιών μας ή των προθέσεών μας.
Αυτό δηλώνει ότι δεν πρέπει οι μεγάλες αποφάσεις μας να λαμβάνονται βιαστικά, αλλά να αφήνουμε τον συντονισμό μεταξύ του φαινομένου καλού και της πραγματικότητας, η οποία μπορεί να μην είναι προφανής.
Απαιτείται, δηλαδή, όχι μόνον χρόνος, αλλά και επίγνωση της αλήθειας των πραγμάτων, ώστε μαζί με την πάροδο του χρόνου να λειτουργεί και η ευθυγράμμιση με τις βαθύτερες λειτουργίες του εσωτερικού μας κόσμου, ώστε το αποτέλεσμα να είναι δυνητικά λειτουργικό και στο μέλλον και όχι μόνον περιστασιακά.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος ο Χριστός συνέστησε την προσήλωσή μας στην δική του διδασκαλία της αλήθειας, αλλά και οι μαθητές του αργότερα που συνέστησαν την ανάγκη της υπομονής, ώστε οι αποφάσεις μας να έχουν βάθος και να μην στηρίζονται μόνον στα φαινόμενα ή στα στιγμιαία συναισθήματά μας.
Αν δηλαδή εξοπλιστούμε με επίγνωση της αλήθειας των πραγμάτων αλλά και υπομονή, τότε έχουμε περισσότερες πιθανότητες οι επιλογές και οι πράξεις μας να μην είναι ρηχές, αλλά να έχουν στηρίγματα στον βαθύτερο εαυτό μας και στην αλήθεια.
Και όλοι βέβαια καταλαβαίνουμε ότι η κεντρική βάση, πάνω στην οποία θα στηριζόμαστε, δεν μπορεί να είναι άλλη από την διδασκαλία του Χριστού, ο οποίος δεν μίλησε μόνον για την αιωνιότητα, αλλά – κυρίως – για ένα πετυχημένο καθημερινό παρόν, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο προς την ανάσταση και την αιωνιότητα.