Επειδή ο 20ος και κατά συνέπεια και ο 21ος αιώνας είναι η δική μας εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την τολμηρή επιτυχία της υπέρβασης του αδιάσπαστου ατόμου (άτομο=εκείνο που δεν τέμνεται, δεν διαχωρίζεται, το αδιαίρετο κομμάτι της ύλης, α στερητικό και το ρήμα τέμνω = κόβω κάτι, τεμαχίζω κάτι) και των συνεπειών που αυτή η επιτυχία έχει επιφέρει στην οπτική γωνία αντίληψης του συνόλου της ζωής και της καθημερινότητάς μας, όλα αυτά τα φυσικά γεγονότα θα πρέπει να μας προβληματίσουν για την πίστη και την διαδικασία που εφαρμόζεται από ένα φυσικό πρόσωπο στις μέρες μας.
Εμείς δηλαδή σήμερα δεν ζούμε στους αρχαίους καιρούς των γενικοτήτων περί πίστεως όπως συνέβαινε μέχρι και τον 19ο αιώνα, αλλά έχουμε εισέλθει στην εποχή της διαίρεσης και της ανακάλυψης του περιεχομένου και των διεργασιών που συντελούνται μέσα στην ύλη, ζώσα και νεκρή φαινομενικά, άρα θα πρέπει να προσαρμόζουμε και τα εργαλεία της πίστης στην νέα πραγματικότητα.
Όταν δηλαδή ο Χριστός έκανε μάθημα για την βασιλεία του, και παρομοίαζε την νέα αόρατη διάσταση λειτουργίας της πίστης με την λειτουργία που είχε το προζύμι ή ο σπόρος που έπεφτε στη γη για να φυτρώσει και να γίνει φυτό ή δένδρο, περιέγραφε παραστατικά την εξελικτική εικόνα που παρουσίαζε την εποχή εκείνη μια φυσική λειτουργία αόρατη στο γυμνό μάτι, άρα έπρεπε να γίνει αποδεκτή και κατανοητή με πίστη, αφού δεν υπήρχε ακόμη η εξέλιξη της φυσικής και της χημείας, επιστήμες που μας διδάσκουν πλέον τις εσωτερικές αυτές και μη ορατές λειτουργίες, οι οποίες ωστόσο ήταν και τότε και σήμερα υπαρκτές και αντιληπτές μέσα από την τελική ορατή εικόνα.
Η ωριμότητα δηλαδή της ανθρώπινης κοινωνίας της εποχής του Χριστού επέτρεπε την χρήση των καθημερινών εικόνων της ζωής – γεωργός, νοικοκυρά, έμπορος, κλπ – για να μεταφέρει στον προβληματιζόμενο για την ζωή άνθρωπο, την διάσταση της αναζήτησης των στοιχείων του μη ορατού φάσματος του κόσμου, και ο Χριστός αξιοποίησε εκείνη την ωριμότητα στον καιρό εκείνο, για να υποδείξει τον τρόπο προσέγγισης των δικών του αξιών που δεν συνδέονται μόνον με την καθημερινότητα, αλλά συνδέονται και με τις ανάγκες τις επέκεινα του φυσικού βίου του ατόμου. Αυτό δεν έγινε εις βάρος των γνώσεων της εποχής εκείνης και της προηγμένης πολιτιστικής ζωής την εποχή της Ρωμαιοκρατίας, αλλά έγινε στηριγμένη ακριβώς σε αυτή την ώριμη τότε πραγματικότητα, για να γίνει πιο κατανοητή η νέα διδασκαλία του Χριστού για την αιωνιότητα και τις πηγές που ελκύουν και καθοδηγούν κάθε φυσικό πρόσωπο – αναζητητή των πηγών της ζωής.
Δηλαδή, ο Χριστός στην εποχή του δεν υποτίμησε και δεν καταδίκασε τις τότε γνώριμες κοινωνικές εικόνες, αλλά αντίθετα στηρίχθηκε σε αυτές, για να φέρει το προχωρημένο μήνυμα του μη ορατού φάσματος του κόσμου και της καθημερινότητας, και να διδάξει τους τρόπους κατανόησης και αξιοποίησης δια της πίστεως των μη ορατών τότε πραγμάτων, στοιχεία τα οποία εμείς σήμερα γνωρίζουμε και χειριζόμαστε από την παιδική μας ηλικία.