Κτίση, από το κτίζω – (όχι κτήση, που σημαίνει ιδιοκτησία) – σημαίνει το αποτέλεσμα του κτίζω, την οικοδομή, το οικοδόμημα. Το έργο δηλαδή του κτισίματος έχει ως αποτέλεσμα ένα κτίσμα, ένα οικοδόμημα. Και αυτό δεν είναι αναφορά μόνον στα κτίρια, αλλά είναι έκφραση με την οποία δηλώνεται κάθε αποτέλεσμα που προέρχεται από την δική μας δραστηριότητα, πχ, το οικονομικό οικοδόμημα, το κοινωνικό οικοδόμημα, το επαγγελματικό οικοδόμημα, κλπ.
Με λίγα λόγια, το κτίσιμο μπορεί να αναφέρεται στην προσωπική μας καριέρα, μπορεί να αναφέρεται και σε μεγαλύτερης κλίμακας κοινωνικές λειτουργίες. Ακόμη και το σώμα μας οικοδομείται καθημερινά μέσα από τις λειτουργίες που συμβαίνουν κάθε στιγμή στο εσωτερικό μας, και αντίστοιχα οικοδομείται και ο εσωτερικός, ο ψυχικός μας κόσμος μέσα από τις διεργασίες που συντελούνται στην συνείδησή μας.
Το παραγόμενο αποτέλεσμα αυτών των λειτουργιών είναι η κτίση. Το περιγραφόμενο και υπαρκτό πλέον “αντικείμενο” είναι η κτίση, το κτίριο, το οικοδόμημα, η επιτυχία ή η αποτυχία της δραστηριότητας. Και η κατανόηση αυτής της έννοιας, παρόλο που είναι καθημερινή μας πρακτική από τα πιο ασήμαντα έως τα πιο σημαντικά, ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι συνδεδεμένη με τα θέματα της πίστεως και της προσωπικής αντίληψης λειτουργίας του κόσμου, όχι μόνον του ορατού αλλά και του μη εισέτι ορατού.
Η μη κατανόηση της “κτίσης” στα θέματα αύξησης του εσωτερικού μας οικοδομήματος της πίστης, – λειτουργία και αντικείμενο – έχει ως αποτέλεσμα από την μια την μη ορθή κατανόηση του φυσικού κόσμου μέσα στον οποίο βιώνουμε τον σύντομο επί γης βίο μας, και από την άλλη την μη αντίληψη του κόσμου που κινείται στο μη ορατό φάσμα των γεγονότων, ωστόσο, κατευθύνει και παράγει τα γεγονότα του αύριο. Και φυσικά αυτό αποβαίνει σε ατομική και κοινωνική ζημία, διότι δεν καλλιεργούμε το αύριο, αλλά κρίνουμε το χθες, χωρίς προοπτικές βελτίωσης του μέλλοντος.
Και η διδασκαλία του Χριστού σε αυτό ακριβώς τον στόχο συμβάλλει και μας προκαλεί να την ανακαλύψουμε και να την εφαρμόσουμε. Διαβάζοντας κάποιος την διδασκαλία του Χριστού, όπως την έχουν καταγράψει οι Ευαγγελιστές και οι πρώτοι εκείνοι που την εφάρμοσαν, αρχίζει να κατανοεί ότι η κτίση, το σύνολο του φυσικού κόσμου, είναι γερά θεμελιωμένο και ορθά δομημένο, ώστε να λειτουργεί εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια – κατά τους ειδικούς, χωρίς να παρεκκλίνει από την προβλεπόμενη κάθε στιγμή λειτουργία του. Και αυτό πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις αναζήτησης.
Διότι όσο περισσότερο εξερευνούμε την φύση, την κτίση που περιλαμβάνει όχι μόνον τον ορατό και μετρήσιμο κόσμο αλλά και τον μη ορατό ακόμη, (ο οποίος όμως εγκυμονείται για το μέλλον), τόσο περισσότερο η διδασκαλία του Χριστού γίνεται ο μεγάλος μας έρωτας, όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γιατί μέσα από αυτήν την εξήγηση που δίνει η διδασκαλία αυτή, θα κατανοήσουμε τις λειτουργίες του κόσμου και την δική μας θέση, τόσο ως προς την προσωπική μας καθημερινότητα, όσο και ως προς την προοπτική της αιωνιότητας.