Κατά κανόνα εμείς οι Έλληνες είμαστε θρησκευόμενοι, αλλά στην πράξη αναζητούμε θεό συνήθως όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση. Όσο τα πράγματα πάνε καλά, αρκούμαστε στην τυπική μας θρησκευτικότητα.
Όταν όμως έλθει μια συμφορά, ένα αδιέξοδο – στα συναισθηματικά, οικονομικά, κοινωνικά ή στα προβλήματα υγείας, τότε τρέχουμε να καλύψουμε τα κενά και να εξαντλήσουμε κάθε θρησκευτική πράξη που γνωρίζουμε ή θα μας συμβουλέψουν. Και φυσικά όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό θυμίζει τον γιατρό που κάνουμε επισκέψεις όταν δεν είμαστε καλά.
Όμως ο δημιουργός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο με αυτό το σκεπτικό, αλλά τον δημιούργησε με γνώμονα την επαφή και την σχέση μαζί του, ώστε να εκπληρώνεται το σχέδιο του δημιουργού και το δημιούργημα να έχει το μέλλον και το ρόλο που του αρμόζει.
Και μπορεί σε παλιότερες εποχές αυτό να ήταν επιβεβλημένο λόγω της άγνοιας του κόσμου, όμως αυτό δεν μπορεί να ισχύει σήμερα. Σε παλιότερες δηλαδή εποχές, μέχρι τα μέσα περίπου του εικοστού αιώνα, οι άνθρωποι που πήγαιναν στα σχολεία και ήταν σε θέση να γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση ήταν κατά κανόνα λίγοι.
Σήμερα όμως, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, η βασική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και αυτό σημαίνει ότι μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας μας είναι σε θέση, όχι μόνον να γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, αλλά να μπορεί να γίνει πετυχημένος έμπορος, επιστήμονας ή τεχνίτης, ακριβώς γιατί η σύγχρονη ζωή τον έχει εφοδιάσει με όλα τα απαραίτητα εφόδια για να μπορεί να επικοινωνεί και να κατανοεί το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον του.
Άρα δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία στο γεγονός ότι τα Ιερά Γράμματα απουσιάζουν από το ρεπερτόριο της καθημερινότητάς μας. Όχι ως μυστηριακό αντικείμενο, αλλά ως υλικό ζωής, ως εφόδιο γνώσης απαραίτητο για να κερδίσω όχι μόνον το σήμερα, αλλά και το αύριο και το απώτερο μέλλον.
Η διδασκαλία του Χριστού δεν είναι μόνον για τις δύσκολες ώρες, αλλά είναι εφόδιο στην καθημερινότητα, ακριβώς γιατί οι ορθές επιλογές κάθε στιγμής σχηματίζουν τον συνολικό ασφαλή δρόμο του παρόντος και του μέλλοντος.