Η πληρότητα έχει σχέση με ό,τι κάνουμε όλοι κάθε μέρα. Από τα απλούστερα έως τα πιο σύνθετα και δύσκολα, ο παράγοντας πληρότητα είναι ένα καθοριστικό και βασικό στοιχείο, το οποίο εμπλέκεται σε όλες τις σκέψεις και τις ενέργειές μας. Από το πόσο διψώ έως το πόσα χρήματα χρειάζομαι, όλες οι σκέψεις και οι υπολογισμοί μας είναι εξαρτημένοι με το αίσθημα της πληρότητας. Κανείς δεν πίνει νερό εάν δεν το χρειάζεται, και κανείς δεν τρέχει να μαζέψει περισσότερα χρήματα, εάν κρίνει ότι δεν θα του προσθέσουν τίποτα στην ζωή του.
Αυτό σημαίνει ότι όλα εξαρτώνται από τις ατομικές μας ανάγκες και τα κενά που έχουμε σήμερα ή ξέρουμε ότι θα δημιουργηθούν στο μέλλον. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για εκτός βιωτικής καθημερινής μέριμνας ζητήματα, όταν αυτά εκφράζονται και φτάνουν σε έλλειψη δυνάμεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε ένα υπαρκτό ή ένα διανοητικό κενό στον εσωτερικό μας κόσμο, δηλαδή στις σκέψεις και τις εκτιμήσεις μας. Όλα γίνονται με βάση την έλλειψη που έχει κάποιος, και την επιθυμία του να την συμπληρώσει, ώστε να αισθάνεται άνετα στην προσωπική του καθημερινότητα. Και, προφανώς, καθένας καθορίζει τα μεγέθη, με τα οποία προσδοκά ότι θα γεμίσουν το κενό, το οποίο ο ίδιος έχει εντοπίσει στον προσωπικό του κόσμο.
Με το ζόρι και την βία, καμία πληρότητα δεν έχει νόημα, διότι, όχι μόνο δεν θα φέρει την προσωπική ευτυχία, αλλά μάλλον θα φέρει ωδίνες, οι οποίες θα μας οδηγήσουν σε λάθος σκέψεις και πράξεις. Άρα, είναι προφανές ότι καθένας κάνει τις προσωπικές του σκέψεις και εκτιμήσεις – ακούγοντας και διαβάζοντας πολλά – ωστόσο, είναι απόλυτα βέβαιο ότι καθένας θα πάρει και την ανταμοιβή του με βάση την δική του πραγματικότητα και όχι των άλλων.
Αυτός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο οι πρώτοι μαθητές πλησίασαν τον Χριστό. Όχι γιατί δεν είχαν να φάνε – υπήρξαν προφανώς και τέτοιοι – αλλά γιατί είχαν μεγάλα ερωτήματα για την προσωπική και κοινωνική τους καθημερινότητα. Είχαν ερωτήματα γιατί ο ένας είναι υγιής και ο άλλος τυφλός; γιατί ο ένας ήταν πλούσιος και ο άλλος φτωχός; και μυριάδες άλλα ερωτήματα, για τα οποία πίστευαν ότι ο Χριστός θα είχε τις απαντήσεις. Και δεν έπεσαν έξω.
Διότι ο Χριστός, όχι μόνο τους έλυσε τις απλές απορίες για την καθημερινότητα, αλλά τους οδήγησε να κατανοήσουν και τις πλατύτερες αλήθειες της ζωής και του θανάτου, του καλού και του κακού, του άδικου και του δίκαιου, και, με λίγα λόγια, τους άνοιξε τα μάτια να βλέπουν τον κόσμο με άλλα μάτια και να κάνουν υπολογισμούς, στηριγμένοι όχι μόνο στις δικές τους γνώσεις, αλλά συμπληρώνοντας την ατομική και κοινωνική τους γνώση με την γνώμη του ίδιου του δημιουργού.
Μόνο από αυτή την πηγή μπορεί – εξήγησε ο Χριστός – να πάρει κάποιος απαντήσεις, οι οποίες έχουν σχέση με το ερώτημα και την προσωπική ικανότητα να κατανοήσει την απάντηση και να λάβει την προσωπική του πληρότητα για τα καθημερινά, αλλά και για τα διαχρονικά και αιώνια. Οι άλλες πηγές ή είναι πονηρές ή δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις σε υπαρκτά ερωτήματα της καθημερινής και της ζωής του μέλλοντος.