Την αξία και την πρακτική σημασία της γραφής όλοι την κατανοούμε, διότι ο λόγος εάν δεν είναι προφορικός ή με συνθήματα, είναι πάντα γραπτός, είτε με μελάνι είτε ηλεκτρονικά, και αυτό δεν έχει καμία διαφορά. Διότι, το μυστικό δεν είναι τα γράμματα, αλλά το μήνυμα που αυτά συνθέτουν και μεταφέρουν από το ένα άτομο στο άλλο. Και αυτό είναι ένα κρίσιμο θέμα για τα θέματα της πίστης, και μάλιστα της πίστης στον Χριστό. Διότι ο χριστός δεν έγραψε ούτε μία λέξη – η μόνη φορά ήταν στο χώμα όταν έπρεπε να αποφασίσει για την ζωή μιάς γυναίκας – ωστόσο, οι μαθητές του κατανόησαν την αξία του γραπτού λόγου, διότι αυτός μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, όπως αποδείχθηκε δύο χιλιάδες χρόνια τώρα.
Όταν φεύγει κάποιος από τον επίγειο βίο, σταματά να ακούγεται και η φωνή του, όσο σπουδαία και αν την θεωρήσουμε ότι είναι. Αυτό που μπορεί και τελικά μένει είναι η γραφή, και αυτή μεταφέρει το μήνυμα και όχι ο προφορικός λόγος. Αυτό το ήξερε καλά ο Χριστός, και εξήγησε στους μαθητές του ότι, προφανώς δεν θα θυμόντουσαν όλα όσα του είχε εκείνος διδάξει, αλλά το Πνεύμα το Άγιο, θα τους τα υπενθύμιζε. Και αυτό σε προσωπική και ατομική κλίμακα είναι κατανοητό.
Όταν όμως τους είπε να πάτε να κηρύξετε σε όλη την κτίση, προφανώς θα έπρεπε να έχουν και γραπτά κείμενα, ώστε όσοι πίστευαν, να έχουν πρόσβαση στο μήνυμα του ουρανού για τον άνθρωπο. Μάλιστα, είναι σπουδαίο το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή άλλες γλώσσες παρά μόνον η Ελληνική, διότι αυτή είχε κατοχυρώσει μια σπουδαία ορολογία για κάθε θέμα, που μπορεί να απασχολούσε κάθε άνθρωπο που θα πίστευε στον Χριστό.
Τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης είχαν ήδη μεταφραστεί στα αρχαία Ελληνικά, ενώ οι συγγραφείς την Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν την ίδια Ελληνική Γραφή και γλώσσα, ώστε το μήνυμα από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη να είναι πιο εύκολα κατανοητό. Σε αυτή την γλώσσα, την Ελληνική, συντάχθηκαν όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία μέσα στους αιώνες, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι πιστοί να έχουν πρόσβαση με τον ίδιο τρόπο στην πληροφορία της σωτηρίας, για την οποία μίλησε και σταυρώθηκε ο Χριστός.
Η Ελληνική γλώσσα και γραφή, δηλαδή, δεν επιλέχθηκαν από την ηγεσία της Ελλάδας – ήταν άλλωστε υπόδουλη στους Ρωμαίους -, αλλά επιλέχθηκε από τους μαθητές του Χριστού, διότι με την ελληνική ορολογία θα ήταν ασφαλέστερος ο τρόπος μεταφοράς των μηνυμάτων που είχε διδάξει ο Χριστός. Ειδικά εμείς οι άνθρωποι του 21ου αιώνα, κατανοούμε την αξία της ορολογίας, όταν πρόκειται για σπουδαία πράγματα που έχουν να κάνουν με την καθημερινή – και όχι μόνο – ζωή.
Διότι, αυτό που θέλει να γίνει γνωστό ο δημιουργός του κόσμου, δεν είναι μόνο η εξωτερική εικόνα που βλέπουμε όλοι, αλλά θέλει να εμβαθύνουμε στο έργο του, στην φύση και στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, προκειμένου να γίνεται η ζωή μας ευκολότερη μέσα στην προσωπική καθημερινότητα. Και η ακρίβεια της ορολογίας γίνεται το απαραίτητο εργαλείο για τον σκοπό αυτό. Λόγος που δεν γράφεται και δεν είναι κατανοητός, είναι λόγος του αέρα που δεν μπορεί να φέρει κανένα αποτέλεσμα σε κανένα επίπεδο ζωής. Αντίθετα, η γραφή μεταφέρει μηνύματα κάθε αξίας και σημασίας για την ζωή μας, και αυτό είναι η προσωπική μας εμπειρία.