Παρακολουθώντας την πορεία της διδασκαλίας του Χριστού στους μαθητές του, διαπιστώνουμε ότι ο ίδιος ο Χριστός αναγνωρίζει μια μετάλλαξη, αναγνωρίζει μια μεταμόρφωση στους ένδεκα, δηλαδή εκείνους που άκουσαν την διδασκαλία του και έμειναν μαζί του μέχρι το τέλος.
Αυτή η μεταμόρφωση δεν ήταν εξωτερική αλλά ήταν εσωτερική, ήταν μια αλλαγή που έγινε μέσα τους, καθώς άκουγαν και εφάρμοζαν την διδασκαλία του.
Το στοιχείο δηλαδή που μεταμόρφωσε τους ψαράδες και τους άλλους λαϊκούς ακροατές του, δηλαδή ανθρώπους που δεν είχαν καμιά σχέση με την ιεραρχία του ιερατείου της εποχής εκείνης, ήταν το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Ήταν η κατανόηση της διδασκαλίας του, της διδασκαλίας ενός δασκάλου, ο οποίος δίδασκε από την μια και από την άλλη αποδείκνυε με τα έργα του την διδασκαλία του. Αυτή ήταν η βάση της προσωπικής και ατομικής μεταμόρφωσης καθενός από τους ακροατές μαθητές του.
Αλλά ποιά ήταν η μεταμόρφωση που ο ίδιος ο δάσκαλος αναγνώρισε σε αυτούς; Ο ίδιος τους ονόμασε όχι δούλους αλλά φίλους του. Βέβαια, το γεγονός ότι ονόμασε εκείνους φίλους, δεν σημαίνει και απλοποίηση των πραγμάτων. Και τούτο διότι δεν έγιναν φίλοι από συναισθηματική επαφή, αλλά από επαφή αληθείας.
Η αποκάλυψη της αλήθειας για τον πατέρα θεό – δημιουργό, ήταν μια αποκάλυψη σημαντική και ιδιαίτερη, ακριβώς γιατί μεταφέρει τον άνθρωπο από τον φόβο του άγνωστου θεού, στον εφικτά γνωστό θεό, από την σφαίρα του σκότους στην επιλογή του φωτός και της γνώσης.
Η αποκάλυψη των λόγων του Χριστού στους ένδεκα δεν ήταν συναισθηματικού χαρακτήρα – χωρίς αυτό να απουσιάζει, αλλά ήταν αποκάλυψη αληθείας για την καθημερινότητα των ανθρώπων. Ήταν η γνώση της δυνατότητας μεταφοράς του ανθρώπου από την απόσταση έξω της θύρας του παραδείσου, μέσα στην παρουσία του ίδιου του δημιουργού, ο οποίος μπορεί να αποκαλύπτει σε κάθε ενδιαφερόμενο το παρόν και το μέλλον, το αναγκαίο και το καλύτερο στην καθημερινότητα με στόχο την αιωνιότητα.