Η διδασκαλία του Χριστού για το πνεύμα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνον ως προς το περιεχόμενό της, αλλά και ως προς την αποδοχή εκ μέρους του ακροατηρίου του.
Το ακροατήριο έψαχνε φαγητό για τις καθημερινές του ανάγκες, ενώ ο Χριστός προσπαθούσε να τους φέρει στις βαθύτερες αναζητήσεις της ζωής και του θανάτου. Στις αναζητήσεις όχι των δημιουργημάτων, αλλά στην αναζήτηση του ίδιου του δημιουργού. Και φυσικά καμιά επαφή δεν υπήρχε και καμιά αποδοχή εκ μέρους των ακροατών του.
Προσπαθούσε να εξηγήσει την πολύτιμη αλλά εφήμερη αξία της καθημερινής τροφής, στρέφοντας την προσοχή τους στα Ιερά Γράμματα, στα οποία αν και τα γνώριζαν, δεν μπορούσαν να διαχωρίσουν τον δημιουργό από τα δημιουργήματα. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την λειτουργία της ζωής, ούτε της καθημερινής και φυσικά ούτε και της αιώνιας.
Για τον λόγο αυτό και τα παραδείγματα της διδασκαλίας του δεν απομακρύνονταν από την φύση και τις Γραφές. Από την φύση, ακριβώς γιατί η μόνη αφετηρία για να κατανοήσουν την λειτουργία της ζωής ήταν ο φυσικός κόσμος που τους περιέβαλε, και από τις Γραφές γιατί ήταν η μόνη αφετηρία για να κατανοήσουν την λειτουργία της αιώνιας ζωής.
Και μπορεί να είχαν κάποιες γνώσεις, ωστόσο δεν ήταν εύκολο να ξεφύγουν από την ιστορική και εθνική σημασία των Γραφών, ακριβώς γιατί έλλειπε το πνεύμα, έλλειπε η οπτική γωνία της παρουσίας του δημιουργού, της παρουσίας και λειτουργίας του πνεύματος σε όλη την δημιουργική περίοδο του κόσμου.
Οι Εβραίοι διάβαζαν τα Ιερά Γράμματα μόνον ως ιστορία του λαού Ισραήλ, ενώ ο Χριστός ήθελε να τους διδάξει την αξία που είχαν τα Ιερά Γράμματα για ολόκληρη την ανθρωπότητα τότε, αλλά και στο διηνεκές.
Μέσα στην θλίψη και την άγνοια της τότε καθημερινότητας, η οπτική γωνία που προσέφερε ο Χριστός με την διδασκαλία του ήταν απολύτως αδιόρατη και εκτός πραγματικότητας.
Στα δυο χιλιάδες χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, νομίζω κάτι ουσιαστικό δεν άλλαξε. Η πίστη παραμένει θρησκεία, παραμένει ιστορία, αλλά δεν εμπεριέχει την ζωή που χορηγεί το πνεύμα.