Εμείς θεωρούμε ως κύριο συστατικό της διδασκαλίας του Χριστού την αγάπη. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να εξαφανίζει ή να επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα, γιατί τότε θα αρκούσε να αγαπά ο ένας τον άλλο και την φύση, και εκεί θα τελείωναν όλα, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε καμιά βελτίωση στην συμπεριφορά μας, δηλαδή χωρίς διάκριση, χωρίς κατανόηση των διαφορών, χωρίς εξέλιξη, χωρίς βελτιώσεις στην πρακτική καθημερινότητά μας, και γενικά θα ήμασταν μια “σούπα”, χωρίς καλό και καλύτερο ή κακό, χωρίς επιδιώξεις, χωρίς σκοπούς. Και αυτό θα ήταν αποτυχία και ασύμβατο με την φύση του ανθρώπου, ο οποίος έχει δημιουργηθεί με αγωνίες, αντιθέσεις, συναγωνισμούς και ανταγωνισμούς, στοιχεία τα οποία επιβάλλουν στον άνθρωπο να δραστηριοποιείται και να αναζητά άλλους, καλύτερους κόσμους για το καλό του.
Συνεπώς, η θεμελιώδης αξία της αγάπης δεν αμφισβητείται, αλλά έχει και τους δικούς της κανόνες και περιορισμούς, εάν θέλουμε να είμαστε λειτουργικοί μέσα στην προσωπική μας καθημερινότητα και όχι ζόμπι σε ένα παιδικό κουκλόσπιτο. Για τον λόγο αυτό και η διδασκαλία του Χριστού δεν απομονώνει τον άνθρωπο από την καθημερινή του συμμετοχή στα δρώμενα που τον επηρεάζουν, αλλά διδάσκει τρόπους αποφυγής λαθών και καλλιέργειας καλύτερου μέλλοντος, εγγύς, μακράν και απώτερου.
Άρα, δεν είναι η αγάπη ο μόνος συστατικός και συνδετικός κρίκος με την καθημερινή μας πραγματικότητα, αλλά υπάρχουν – στην διδασκαλία του Χριστού – απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα και τα αδιέξοδα της προσωπικής αλλά και της κοινωνικής μας ζωής. Και ο καλύτερος τρόπος για να το κατανοήσουμε αυτό είναι η ύπαρξη του μαθηματικού εφοδίου που διαθέτουμε όλοι στον εσωτερικό λειτουργικό μας κόσμο, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή άλλες διαφορές που απαρτίζουν εξωτερικά την εικόνα της κοινωνίας.
Η ικανότητα που διαθέτουμε όλοι να εκτιμούμε και να σταθμίζουμε την ζημιά ή το κέρδος, δείχνει ότι δεν είμαστε ανώνυμο κοπάδι, αλλά είμαστε μονάδες άξιες να ζήσουν και να προσθέσουν στα υφιστάμενα δεδομένα της ζωής. Κανείς δεν εξαιρείται από το εφόδιο, την φυσική ικανότητα, να διακρίνει και να κρίνει το καλό και το κακό, το επιζήμιο από το κερδοφόρο, και μπορεί να μην εκτιμούμε αυτό το εφόδιο ως ουσιαστικό, ωστόσο, αυτό είναι λανθασμένη εκτίμηση.
Ο Χριστός δεν δίδαξε μια κοινωνία αγγέλων, αλλά δίδαξε μια κοινωνία αγωνιστών, όπου κάθε μονάδα έχει την δική της αυθύπαρκτη αξία και την δική της μερισματική συμβολή στην ανθρώπινη λειτουργία της καθημερινότητας, όχι μόνο με γνώμονα το συμφέρον του σήμερα, αλλά και το συμφέρον του μέλλοντος, εγγύς, απώτερου, απώτατου και αιώνιου.