Ο σταθμάρχης, ένας τυχαίος άνθρωπος που αναλαμβάνει την λειτουργία μιας κομβικής σημασίας θέση για τους σιδηροδρόμους, είναι ένα κοινό παράδειγμα, και θα μπορούσαμε εμείς, οι άλλοι, δηλαδή, που τον κρίνουμε, να είμαστε στην δική του θέση, δηλαδή να μας έχει ανατεθεί ένα αντίστοιχο καθήκον.
Άρα το θέμα δεν είναι μόνο η καταδίκη του φυσικού προσώπου – κάτι που ο ταλαίπορος αυτός δεν θα μπορέσει να αποφύγει – για την συγκεκριμένη πράξη του, αλλά είναι η βαθύτερη αιτία που οδήγησε στην τραγωδία, κατά το τμήμα εκείνο που μπορεί να αναλογεί σε ένα φυσικό πρόσωπο. Άρα, καλή και απαραίτητη είναι η κριτική μας για την δική του πράξη, ωστόσο, δεν αρκεί αν θελήσουμε να αποφύγουμε παρόμοιες τραγωδίες στο μέλλον.
Και όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν θέμα μυϊκής δύναμης του σταθμάρχη, αλλά ήταν θέμα επίγνωσης του καθήκοντος και της σοβαρότητας απέναντι στις ζωές των ανθρώπων που εμπιστεύτηκαν το συγκεκριμένο μέσο της συγκοινωνίας. Και αυτό μπορεί να ακούγεται ως υπεκφυγή, αλλά δεν παύει να είναι ο ουσιαστικός λόγος που οδήγησε στην τραγωδία.
Ο εφησυχασμός, η ανεπάρκεια της εσωτερικής του αντίληψης για τον ρόλο που του είχε ανατεθεί και η μη κατανόηση της λειτουργίας του συγκεκριμένου σταθμού και του δικού του ατομικού ρόλου, είχαν ως συνέπεια την διαδοχική παράβλεψη της αλήθειας των πραγμάτων που του είχαν ανατεθεί, και ως συνέπειες ήταν οι τραγικές σκηνές που αντικρύσαμε όλοι.
Οι ράγες του τρένου, ο ηλεκτρισμός, τα κτίρια, οι άνθρωποι ήταν όλα στη θέση τους. Ωστόσο, η κακή και μη επαρκής προσωπική αντίληψη της λειτουργίας των πραγμάτων που του είχαν δοθεί, ήταν το φάλτσο που οδήγησε στην σύγκρουση και την καταστροφή. Ο εφησυχασμός, ενώ υπήρχαν ορατές ελλείψεις και αδυναμίες στο σύστημα που είχε κληθεί να υπηρετήσει, ήταν η βαθύτερη αιτία της τραγωδίας με την απώλεια δεκάδων αθώων ανθρώπων και τον σωματικό και ψυχικό τραυματισμό πολλών άλλων, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της κοινωνίας που παρακολουθεί με πόνο τις συνέπειες μιας ανεπάρκειας και μιας έλλειψης ουσιαστικής αντίληψης για τον ρόλο που παίζει καθένας μας στο παζλ της κοινωνικής μας καθημερινότητας.
Και τους μεν φυσικούς αυτουργούς θα τους αναζητήσει η Δικαιοσύνη, ωστόσο αυτό δεν πρόκειται να εξαλείψει και το βαθύτερο πρόβλημα που είναι ο ατομικός μας εφησυχασμός, η συνέχιση μιας ρουτίνας, που όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορεί να είναι τυφλή και χωρίς προβληματισμούς για την επικαιροποίησή της. Ο Χριστός δίδαξε όχι την επανάπαυση στα κεκτημένα, αλλά την ανανέωση στα προσωπικά μας αισθητήρια, ώστε να αναγνωρίζουμε τα λάθη και να βελτιώνουμε τις αδυναμίες μας. Η ανέμελη συνέχιση της ρουτίνας θα έχει και πάλι τις ίδιες δυσάρεστες συνέπειες.