Η προσπάθεια του Χριστού να εξηγήσει στους ακροατές του την αλληλουχία αλλά και την πηγή των γεγονότων, αποδεικνύει την κορυφαία σημασία που ο ίδιος έδινε στην κατανόηση αυτής της παραμέτρου της ζωής και της πίστεως, δηλαδή της καθημερινής κατανόησης της ζωής και της πίστεως στα γεγονότα που έρχονται αλλά και ερμηνεία εκείνων που έχουν προηγηθεί. Και φυσικά ο λόγος που επέμενε σε αυτήν την οπτική γωνία της ζωής δεν ήταν για να λύσουν τα καθημερινά τους προβλήματα μόνον – άλλωστε τόσο αυτοί που ζούσαν τότε όσο και εμείς έχουμε πάντα τον τρόπο να επιλύουμε τα προβλήματά μας όταν θελήσουμε – αλλά στόχος της διδασκαλίας του Χριστού ήταν να εξηγήσει την παρουσία του δημιουργού και τον ρόλο του στην καθημερινότητα, όταν αυτή είναι προσανατολισμένη και προς την αιωνιότητα.
Το να κατανοήσει κάποιος τον ρόλο του δημιουργού τόσο κατά την έναρξη της ύπαρξης του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε, όσο και κατά την διάρκεια του επίγειου βίου μας, δεν είναι απλό, αλλά είναι μια σύνθετη εξίσωση, για την κατανόηση της οποίας απαιτείται η μέγιστη προσπάθεια του ενδιαφερομένου.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος ο Χριστός εξήγησε την ανάγκη εφαρμογής της πρώτης εντολής – να αγαπάς και να εκζητείς τον δημιουργό σου με όλη την δύναμη της ψυχής και της διάνοιας, ακριβώς διότι η κατανόηση των γεγονότων που προηγήθηκαν και όσων θα έλθουν στο μέλλον απαιτεί την ύψιστη διάθεση και προσπάθεια του ενδιαφερομένου. Έκτακτες ανάγκες που μας οδηγούν στην επίλυση των προσωπικών προβλημάτων που προέκυψαν τώρα, είναι δείγματα γραφής, ωστόσο, δεν επαρκούν για την κατανόηση των σύνθετων επιπέδων της ζωής και του θανάτου.
Οι ακροατές του Χριστού την εποχή εκείνη, Εβραίοι στο σύνολό τους, είχαν μια ορισμένη οπτική γωνία και ένα σταθερό άξονα γύρω από τα γεγονότα, την αποκάλυψη και την διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης. Και ο Χριστός έπρεπε μέσα από αυτήν την παιδεία και την αντιληπτική τους ικανότητα, να φέρει το μήνυμα της ουσιαστικής εκζήτησης του δημιουργού και όχι μόνον της τήρησης των εντολών της Εβραϊκής κοινωνίας. Διότι οι κοινωνικοί κανόνες απαιτούσαν την εφαρμογή ιερών διατάξεων, πχ θυσίες ζώων και προσφορές, ωστόσο αυτό δεν έπρεπε να είναι και το μοναδικό θέμα, ακριβώς γιατί αυτές οι ιερές τελετές δεν μπορούσαν να φέρουν τον άνθρωπο σε συναίσθηση των λαθών του στην καθημερινότητα, και πολύ περισσότερο δεν ήταν δυνατόν να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τα συνειδησιακά προβλήματα που συσσωρεύονταν μέσα τους από τα αδιέξοδα της προσωπικής τους ζωής.
Η πίστη, η ανάπτυξη και η ωρίμανση της πίστης στον ίδιο τον δημιουργό και όχι στις τελετές που είχαν αξία κάποτε, ήταν – και παραμένει – το κρίσιμο θέμα κάθε αναζητητή της ουσίας των γεγονότων. Ο απόστολος Παύλος αποσαφηνίζει με ασφάλεια την διδασκαλία αυτή στον Άρειο Πάγο της Αθήνας μιλώντας στους προγόνους μας, διότι το ακροατήριό του δεν ήταν Εβραίοι, αλλά Έλληνες που έπρεπε να κατανοήσουν τον ρόλο του δημιουργού τόσο κατά την ιστορική πραγματικότητα, όσο και κατά την καθημερινότητα και το απώτατο μέλλον της ανθρωπότητας.