Συγκάτοικοι ονομάζονται εκείνοι που μοιράζονται το ίδιο σπίτι, την ίδια στέγη. Επικοινωνούν και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της καθημερινότητας από κοινού, γνωρίζοντας όσο περνά ο καιρός ο ένας τον άλλον καλύτερα.
Αυτή ακριβώς την εικόνα είχε υπόψη του ο απόστολος Παύλος όταν συνιστούσε στους ανθρώπους που είχαν μεταπηδήσει από την ειδωλολατρεία στην πίστη του Χριστού.
Ο Χριστός και η διδασκαλία του δεν θα έπρεπε να ήταν μια απλή γνώση, αλλά έπρεπε να είναι μια στενή σχέση μεταξύ δυο προσώπων: από την μια του ίδιου του Χριστού και της διδασκαλίας του, και από την άλλη του φυσικού προσώπου που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει και να εφαρμόσει στην ζωή του την διδασκαλία και τον λόγο του μεγάλου δασκάλου.
Αυτή η στενή πλέον σχέση, η συγκατοίκηση, θα δημιουργούσε μια νέα πραγματικότητα στην καθημερινότητα του νέου μαθητή του Χριστού. Προφανώς θα είχε δίπλα του έναν δάσκαλο, όχι μόνον για να μαθαίνει τις βασικές αλήθειες της ζωής, αλλά και ένα δάσκαλο που θα μπορούσε να τον καταλάβει, να δείξει κατανόηση στις αδυναμίες και στις δύσκολες στιγμές της ζωής του.
Και ακόμη περισσότερο, θα μπορούσε να ζητήσει την σοφία του δασκάλου για να κατανοήσει καλύτερα το περιβάλλον, το φυσικό και το ανθρώπινο, ώστε στην καθημερινότητα να είναι νικητής, χωρίς να έχει χάσει την προοπτική της αιωνιότητας.
Αλλά όπως κάθε δάσκαλος που σέβεται τον εαυτό του, ο ίδιος ο Χριστός δεν θα ήταν ένας απλός συγκάτοικος και σύμβουλος στα αδιέξοδα της καθημερινότητας.
Αντίθετα, ο ίδιος θα οδηγούσε τον άπειρο αλλά πρόθυμο συγκάτοικο από τα αρχικά στοιχεία της διδασκαλίας της πίστης στον ωκεανό των εμπειριών των δυνάμεων του μέλλοντος και στις πηγές της αιώνιας ζωής.
Το έργο του Χριστού για κάθε συγκάτοικό του δεν είναι μόνον η συμβουλευτική δυναμική για την υπέρβαση των δυσκολιών της καθημερινότητας.
Πέραν αυτών δικό του έργο είναι η καθοδήγηση στην ασφαλή αναζήτηση της θύρας και του δρόμου της επιστροφής στον δημιουργό και την δική του λαμπρότητα και δόξα.