Για μας τους Έλληνες, μια συνάντηση με τον Χριστό έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Διότι εκ των πραγμάτων ο Χριστός για πρώτη φορά συναντά Έλληνες, άρα και η αντιμετώπισή τους έχει κρίσιμη σημασία για το πως ο ίδιος χειρίζεται μια τέτοια συνάντηση.
Ενώ δηλαδή μέχρι τότε συναντούσε κατά κανόνα Εβραίους, άρα το ακροατήριο προερχόταν από ανθρώπους του ίδιου πολιτιστικού περιβάλλοντος, ξαφνικά πρέπει να συναντήσει ανθρώπους που δεν γνωρίζουν την Βίβλο, δεν ξέρουν τι είναι οι προφήτες, δεν έχουν αντίληψη της ιστορίας των Εβραίων, άρα θα πρέπει να μιλήσει στη γλώσσα την οποία οι ίδιοι θα κατανοούσαν.
Δυστυχώς ο ευαγγελιστής δεν μας μεταφέρει τον μεταξύ τους διάλογο, αλλά μας μεταφέρει μια σημαντική πληροφορία. Πρόκειται για το όραμα που είχε ο ίδιος ο Χριστός για τους νόμους της δημιουργίας και την κατανόηση της δημιουργικής σαφήνειας από όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως πολιτισμού.
Για τον λόγο αυτό δεν χρησιμοποιεί εκφράσεις από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά από τους νόμους της φύσης, δηλαδή από ένα πεδίο που όλοι οι άνθρωποι πάνω στη γη έχουν πρόσβαση, άρα κατανοούν το μήνυμα που ήθελε να δώσει.
Δηλαδή αποποιείται για λίγο τον προφητικό λόγο – όπως ήταν γνωστός από την Παλαιά Διαθήκη, και χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από τον φυσικό κόσμο για να δώσει το μήνυμα και το περιεχόμενο της ανάστασης. Διότι η ανάστασή του μπορεί ακόμη να μην είχε συμβεί, αλλά ο ίδιος έπρεπε να εξηγήσει στους μαθητές του και όχι μόνον, τον τρόπο που έπρεπε να κατανοήσουν τα γεγονότα που θα συνέβαιναν σε λίγες μέρες στη ζωή του.