Ο καθρέπτης κατά κανόνα δείχνει αυτό που υπάρχει μπροστά του. Δεν προσθέτει και δεν αφαιρεί. Αποτυπώνει την πραγματικότητα, είτε εμείς την καταλαβαίνουμε και συμφωνούμε, είτε δεν την καταλαβαίνουμε, είτε, ακόμη χειρότερα, αν την κατανοούμε αλλά δεν θέλουμε να την δεχθούμε και αποδίδουμε το λάθος όχι σε μας που δεν δεχόμαστε την αλήθεια, αλλά στον καθρέπτη.
Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που απομακρυνόμαστε από τον καθρέπτη ή ακόμη χειρότερα, είμαστε αποφασισμένοι να τον σπάσουμε, να τον καταστρέψουμε, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται όχι μόνον βραχυπρόθεσμα για την τσέπη μας, αλλά μακροπρόθεσμα για την ανακάλυψη και κατανόηση της πραγματικότητας.
Με λίγα λόγια χάνουμε το όργανο, το εργαλείο που μας έχει δώσει ο δημιουργός μας για να βλέπουμε την πραγματικότητα και να διορθώνουμε τα κακώς κείμενα.
Αυτός είναι ο ρόλος του καθρέπτη και η δική μας, κατά κανόνα, συμπεριφορά μπροστά στην πραγματικότητα. Και αν μεν οι διορθώσεις που μου αποκαλύπτει ο καθρέπτης είναι εύκολες, τότε συνήθως έχουμε την ικανότητα να προβούμε στην διόρθωση.
Αν όμως οι διορθώσεις που απαιτούνται είναι δύσκολες, τότε προφανώς απαιτείται χρόνος και προσπάθεια, λειτουργική κατανόηση των σταδίων της διόρθωσης, και πάνω από όλα σταθερή επαφή με τον καθρέπτη για να μην γίνουν τα πράγματα χειρότερα στην προσπάθειά μας να τα βελτιώσουμε.
Διότι οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες έγιναν οι στρεβλώσεις, δεν έχουν εκλείψει και προφανώς μπορεί τα ίδια λάθη να επαναληφθούν κατά την διαδικασία της επιδιόρθωσης.
Με βάση λοιπόν την κοινή λογική με την οποία μας έχει εφοδιάσει ο δημιουργός μας, και η επαφή με τον καθρέπτη που απεικονίζει την πραγματικότητα πρέπει να είναι συνεχής και σταθερή, και η προσπάθεια για την μετάλλαξή μας από την παρούσα αρνητική εικόνα στην προβλεπόμενη καλύτερη, πρέπει να συνοδεύεται από τα στάδια και τα στοιχεία μιας εξελικτικής πορείας, την οποία όμως παρακολουθούμε στενά και αδιάκοπα.