Αποκάλυψη – από το ρήμα απο – καλύπτω – σημαίνει ότι αφαιρώ το κάλυμμα από κάτι και ανακαλύπτεται κάτι που μέχρι τώρα δεν γνώριζα. Έχει δηλαδή σχέση με την φανέρωση νέων, άγνωστων μέχρι τώρα πραγμάτων, τα οποία στο εξής θα είναι αποκαλυμμένα, δηλαδή γνωστά και δεν χρειάζεται να τα αποκαλύψουμε, να τα ανακαλύψουμε και πάλι.
Αυτή η έννοια που πρακτικά εφαρμόζουμε όλοι στην καθημερινότητά μας σε χιλιάδες περιπτώσεις, στα ζητήματα της πίστης και της κατανόησης των πραγμάτων της ζωής, έχει μια ιδιαίτερη σημασία, διότι χωρίς αυτήν, δηλαδή χωρίς να μας αποκαλύπτονται νέα πράγματα και να ανακαλύπτουμε εμείς οι ίδιοι το περιεχόμενο και την αξία αυτών των νέων πραγμάτων, η ζωή μας είναι άδεια, χωρίς ελπίδα και κέφι για το αύριο.
Το παλιό, όσο ωραίο και αν είναι στα μάτια μας, κάποτε χάνει την λαμπρότητά του, γίνεται κουραστικό, και όλοι αναζητούμε μια ανανέωση, μια νέα εικόνα, ένα νέο περιεχόμενο. Ακριβώς γιατί έχουμε δημιουργηθεί, όχι για να αναπαράγουμε τα παλιά, αλλά για να ανακαλύπτουμε νέους δρόμους, νέες εμπειρίες, νέες πηγές έμπνευσης και δημιουργίας.
Αυτό το στοιχείο, την ικανότητα δηλαδή να αναγνωρίζουμε και να διαχωρίζουμε το νέο από το παλιό, είναι μια έμφυτη ικανότητα, ένα εφόδιο από τον δημιουργό μας, ακριβώς για να είναι η ζωή μας ενδιαφέρουσα και γεμάτη από ελπίδα και νέα στοιχεία. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα βασικά στοιχεία της ίδιας της ζωής, διότι η μη ανανέωση των κυττάρων του οργανισμού μας σύντομα επιφέρει τον θάνατο. Και αν μεν πρόκειται για την καθημερινότητα και τον φυσικό κόσμο, τότε όλοι το εφαρμόζουμε και μάλιστα τις περισσότερες φορές χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση της σημασίας των νέων πραγμάτων που εισέρχονται στη ζωή μας. Αντίθετα,
όταν πρόκειται για τα ζητήματα της πίστης και της ζωής πέραν του φυσικού μας ορίου, εκεί τα πράγματα είναι πλουσιότερα, ακριβώς γιατί καλούμαστε να ανακαλύπτουμε και να γνωρίζουμε όχι μόνο τον φυσικό κόσμο, αλλά και τον ίδιο τον δημιουργό του φυσικού μας κόσμου, του κόσμου που ζει και κινείται γύρω μας και μέσα μας.