Η αριστεία, από το άριστος, δηλαδή ο καλύτερος ή το καλύτερο, είναι μια έννοια στενά δεμένη με την καθημερινότητά μας και την πρακτική μας ζωή, αν και πολλές φορές λειτουργούμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Όλοι ψάχνουμε το άριστον, το κατά το δυνατόν άριστον, είτε αφορά τις προσωπικές μας επιλογές στα πρακτικά ζητήματα, είτε και στις ιδεολογικές μας τοποθετήσεις κατά την κρίση μας. Άρα, το γεγονός ότι όλοι επιλέγουμε το κατά το δυνατόν άριστον, σηματοδοτεί και μια μόνιμη εσωτερική λειτουργία της συνειδήσεώς μας, ένα ένστικτο, μια παρόρμηση, ένα “κοσκίνισμα” αξιών, με την τελική απόφαση της δικής μας προτίμησης.
Και ενώ αυτό συμβαίνει καθημερινά σε κάθε άνθρωπο πάνω στον πλανήτη, από την αγορά αγαθών μέχρι τις επιλογές φίλων και συντρόφων, στα θέματα της πίστεως είμαστε απομονωμένοι από την φυσική αυτή πραγματικότητα και αφήνουμε τους εαυτούς μας ακαλλιέργητους για ζητήματα που συνδέονται άμεσα με το μέλλον, το εγγύς και το απώτερο.
Διότι η πίστη, το εφόδιο που έχουμε όλοι μέσα μας, δεν αφορά μόνον τις θρησκευτικές μου πρακτικές, αλλά αφορά και το σύνολο της ζωής μου, αφού οι επιλογές μου καθορίζουν το αύριο, αλλά και καθορίζονται από τις εσωτερικές μου δυνάμεις και ικανότητες. Για παράδειγμα, η αγορά ενός αυτοκινήτου δεν είναι μόνον θέμα οικονομικό, αλλά ταυτόχρονα είναι και θέμα αριστείας, δηλαδή η αναζήτηση του κατά δύναμιν καλύτερου οχήματος με τα οικονομικά που μπορώ να διαθέσω, για να έχει η επιλογή μου λογική και συνέπεια.
Και αυτή “η αρετή της αριστείας”, δηλαδή να έχω την προδιάθεση και την ικανότητα να επιλέγω το άριστον την συγκεκριμένη στιγμή, δεν είναι ασήμαντο γεγονός, αλλά υποστηρίζει κάθε ορθή ή λανθασμένη επιλογή της ζωής μου. Και αν η λάθος επιλογή μου είναι αναστρέψιμη, προφανώς έχω την δυνατότητα της μετάνοιας, της αλλαγής πλεύσης και επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, διορθώνοντας την λάθος επιλογή μου.
Αυτή την κρίσιμη οπτική γωνία της καθημερινότητάς μας αξιοποίησε και ο Χριστός για να δώσει το μήνυμα της αριστείας, της επιλογής του καλύτερου για κάθε μέρα κάθε φυσικού προσώπου στις καθημερινές του πράξεις, και όχι μόνον στην εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Διότι ο Χριστός ποτέ δεν κατέκρινε τους σύγχρονούς του για την θρησκευτική τους πρακτική – αν και παρωχημένη πλέον από την δική του διδασκαλία, αλλά, αντίθετα, ζητούσε την τήρηση των θρησκευτικών τυπικών της εποχής του για τον λαό του.
Από την άλλη, ζητούσε από τους ακροατές της διδασκαλίας του να κατανοήσουν την έννοια της αριστείας, ότι δηλαδή έχουν την φυσική ικανότητα να ανακαλύπτουν το άριστον, άσχετα αν οι ίδιοι εθελοτυφλούσαν – όπως και εμείς – και δεν επέλεγαν την οδό της ανακάλυψης της αλήθειας και την ανακάλυψη των καθημερινών πρακτικών αληθειών. Παράλληλα είχαν – και έχουμε – την δυνατότητα να επιλέγουμε το άριστον, και να μην συμβιβαζόμαστε επ’ άπειρον με τις μετριότητες και τα φαύλα, χωρίς προοπτική μέλλοντος.