Θεό ονομάζουμε το ύψιστο πρόσωπο αναφοράς. Δηλαδή, θεός είναι εκείνος που κρίνει τις πράξεις μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και εκείνος που μας δημιούργησε, άρα μας γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Θεό μπορεί να θεωρώ το επάγγελμά μου, θεός μπορεί να είναι ο ή η σύντροφός μου, θεός μπορεί να είναι μια ιδέα μου, θεός μπορεί να είναι οτιδήποτε εγώ θεωρώ ανώτερο από μένα, ισχυρότερο από μένα, και χιλιάδες άλλες παραμέτρους με τις οποίες μπορεί καθένας μας να περιγράψει την ανώτερη ύπαρξη. Και φυσικά, ανάλογα με τον θεό μας, κανονίζουμε και την συμπεριφορά μας.
Όλες οι θρησκείες των ανθρώπων διαχρονικά έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως πχ τις λατρευτικές πρακτικές και την βασική ιδεολογία, με την οποία δίνονται οι απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα της ζωής και του θανάτου. Βασική διαφορά ανάμεσα στην διδασκαλία του Χριστού και τις άλλες τότε υπάρχουσες θρησκείες, ήταν η επισφράγιση της διδασκαλίας του Χριστού με την ανάστασή του, ως αποτέλεσμα της υπακοής του στο αιώνιο πνεύμα των Γραφών, δηλαδή των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα στοιχεία δηλαδή της διδασκαλίας του Χριστού ανιχνεύονται μέσα στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, και αυτό είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε. Διότι οι αναφορές του Χριστού σε κάθε στάδιο της εδώ δοκιμασίας του, της καθημερινότητας ή των αρχικών πειρασμών, στηρίζονται στις προβλέψεις της Παλαιάς Διαθήκης και όχι μόνον στην λογική και την παρατήρηση του φυσικού κόσμου. Αυτό υποδεικνύει την ανάγκη επίγνωσης των Ιερών Γραμμάτων με την πάροδο του χρόνου, ώστε να είμαστε σε θέση να κατανοούμε τόσο τις λειτουργίες των φυσικών δυνάμεων, όσο και τις λειτουργίες των ανθρωπίνων σχέσεων μεταξύ τους αλλά και του δημιουργού.
Και σε αυτό το σημείο η διδασκαλία – απολογία του αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο είναι αποκαλυπτική, τόσο ως προς την εικόνα που παρουσίαζε η πόλη και οι ευσεβείς πολίτες της, όσο και τα βασικά χαρακτηριστικά του δημιουργού του κόσμου. Η αθεϊα, κατά τον απόστολο, δεν έγκειται στο ότι δεν αναγνώριζαν θεό οι Αθηναίοι την εποχή εκείνη, αλλά, αντίθετα, είχαν πάρα πολλούς θεούς, και αυτό προκαλούσε σύγχυση.
Η παρουσίαση της ανάστασης του Χριστού ως στοιχείο της θεϊκής παρουσίας και ενέργειας πάνω στον άνθρωπο, ήταν η κεντρική ιδέα και η μεγάλη απόδειξη της παρουσίας αλλά και της ενέργειας των δυνάμεων του δημιουργού πάνω στον άνθρωπο. Πρόκειται για δυνάμεις οι οποίες ενεργούν μέσα στον άνθρωπο, στον εσωτερικό του κόσμο, και αυτό έχει ως συνέπεια την σταδιακή μεταμόρφωση του φυσικού προσώπου προς το πρότυπο της τελειότητας, όπως το είχε παρουσιάσει ο Χριστός.
Αθεϊα συνεπώς δεν ήταν η έλλειψη αντικειμένου πίστης, αλλά η λανθασμένη εκτίμηση γύρω από την παρουσία και επενέργεια του δημιουργού πάνω στα δημιουργήματα και τις αρνητικές εμπειρίες της καθημερινότητας. Καταφεύγοντας στην πηγή, στον ίδιο τον δημιουργό όπως περιγράφεται στο πρώτο κεφάλαιο των Ιερών Γραμμάτων, δίνεται η δυνατότητα στο κάθε φυσικό πρόσωπο να αποκτά πρόσβαση στην γνώση, άρα να δέχεται την επίδραση της λειτουργίας του ζωντανού λόγου στην συνείδηση και τις επιλογές των πράξεών του. Και αυτό ήταν μια οργανωμένη από παλιά διαδικασία, η οποία τελικά έφερε και τις μεγάλες ανακατατάξεις στην παγκόσμια ιστορία τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια.
Η διδασκαλία του Χριστού όταν εφαρμόζεται σύμφωνα με την δική του υπόδειξη και οδηγία, είναι δύναμη θεού που μπορεί να μεταμορφώνει το άτομο, αλλά σταδιακά να αναγνωρίζεται και ως η μοναδική λύση στην αναγκαία θρησκευτικότητα των δισεκατομμυρίων του παγκόσμιου πληθυσμού.