Ο καθρέφτης είναι το πιο απλό μέσον, με το οποίο μπορούμε με ασφάλεια να δούμε τον εαυτό μας, όπως δηλαδή κάνουμε πολλές φορές την ημέρα, καθένας από μας για λογαριασμό του και όχι για κάποιον άλλον. Και μπορεί αυτή η κίνηση της εμφάνισής μας μπροστά στον καθρέφτη να γίνεται για χιλιάδες λόγους, ωστόσο, η πράξη παραμένει η ίδια και το αποτέλεσμα επίσης. Δηλαδή εμφανίζεται το δικό μας το πρόσωπο για την ικανοποίηση της προσωπική μας ανάγκης.
Αν και αυτά συνιστούν την καθημερινή μας πρακτική, δεν γίνεται συνείδηση – κατά κανόνα – ο ρόλος του καθρέφτη στον “έλεγχο” του προσώπου, αλλά και της προσωπικότητάς μας γενικότερα. Διότι δεν εμφανιζόμαστε μόνο για να βελτιώσουμε τυχόν ατέλειες της δικής μας εμφάνισης, αλλά και για χιλιάδες άλλους λόγους που μπορεί καθένα άτομο να θεωρεί αναγκαίο να κοιταχτεί στον καθρέφτη, και αυτό είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση που κανένας δεν μπορεί να την κρίνει.
Και αυτή ακριβώς η αλήθεια, δηλαδή της προσωπικής μας υπόθεσης, θεμελιώνει και τον κανόνα της ελευθερίας, όσον αφορά την εμφάνισή μας προς τους έξω, αλλά και την προσωπική μας ικανοποίηση για το πώς είμαστε, δηλαδή, είμαστε ικανοποιημένοι ή όχι εμείς, και όχι μόνον οι άλλοι. Και μπορεί να πηγαίνουμε στον καθρέφτη για μικροπράγματα, αλλά μπορεί να πηγαίνουμε και για χιλιάδες άλλα πράγματα, τα οποία μπορεί και να φτάνουν μέχρι το όριο του ελέγχου της υγείας μας. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.
Κάθε άτομο πηγαίνει στον καθρέφτη για τους δικούς του λόγους, και στους έξω δεν πέφτει κανένας λόγος για την συχνότητα του ελέγχου του εαυτού του. Πρόκειται για απόλυτα προσωπικές υποθέσεις, και κάθε εξωτερικός κριτής κάνει – κατά κανόνα – λάθος στις εκτιμήσεις του. Αυτός ο παράγοντας, δηλαδή ότι πρόκειται για απόλυτα προσωπική υπόθεση και οι εξωτερικοί “εκτιμητές” προφανώς κάνουν λάθος εκτιμήσεις και δίνουν λάθος απαντήσεις, είναι η βάση της ελευθερίας. Όποιος άνθρωπος κρίνει τον άλλο, έχει πολλές – αν όχι πάντοτε – πιθανότητες να πέφτει έξω στις εκτιμήσεις του.
Για τον λόγο αυτό και στην διδασκαλία του Χριστού η κριτική για την εμφάνιση – δεν ξέρουμς το περιεχόμενο – των πράξεων των άλλων, παίζει κυρίαρχο ρόλο. Η άγνοια για το περιεχόμενο και τις αιτίες ή τους στόχους μιας πράξης ενός άλλου ατόμου, επιφέρει τον κίνδυνο της αυτοκατάκρισης. Διότι σε ό,τι κρίνουμε τους άλλους εαυτούς κατακρίνουμε. Και με όποιο μέτρο μετράμε, το ίδιο μέτρο εφαρμόζεται και για την δική μας περίπτωση. Και αυτή είναι η βάση της κοινωνικής Δικαιοσύνης, όταν πρόκειται για ατομικές υποθέσεις και όχι για υποθέσεις τις κοινωνίας, οι οποίες έχουν ανεξερεύνητες αιτίες και αδήλωτους στόχους.
Και εάν εμείς θέλουμε να είμαστε κριτές των κοινών υποθέσεων της κοινωνίας, τότε έχουμε υποχρέωση να ζητάμε ενημέρωση για να ξέρουμε τί συμβαίνει γύρω μας. Όταν όμως πρόκειται για προσωπικές υποθέσεις, τότε το πράγμα ξεφεύγει από την σφαίρα της κοινωνίας και υπεισέρχεται στον χώρο της προσωπικότητας, άρα τα πράγματα διαφοροποιούνται και εφαρμόζεται άλλη κλίμακα κριτηρίων. Όποιος κρίνει τον άλλο, εαυτόν κατακρίνει, άρα κάνει λάθος. Αντίθετα, η άγνοια του κοινωνικού περιβάλλοντος ενέχει κινδύνους στην ατομική μας καθημερινότητα και έχουμε υποχρέωση να ζητάμε ενημέρωση για την πληρότητα γνώσης της αλήθειας του κοινωνικού μας περιβάλλοντος.