Στον υπαρκτό κόσμο δεν υπάρχει η έννοια του “δεν υπάρχω”, γιατί αυτό αντίκειται στην κοινή λογική. Και ο μηδενισμός, η άποψη, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει κάτι γιατί εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι ή το αγνοώ, είναι μια στάση επικίνδυνη, η οποία στο μέλλον θα φέρει τα αρνητικά αποτελέσματα στην προσωπική μας καθημερινή ζωή, διότι είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα βρεθώ απέναντι στην αλήθεια της πραγματικότητας και δεν θα μπορώ τότε να την αγνοήσω.
Και, φυσικά, αυτό είναι κατανοητό για τα αισθητά πράγματα του κόσμου, δηλαδή όσα εμπίπτουν στις αισθήσεις μας, αλλά δεν είναι εύκολα κατανοητό για τα μη ορατά πράγματα, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι και τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν σε μέγιστο βαθμό την προσωπική και κοινωνική μας ζωή καθημερινά.
Όσο δηλαδή και αν προσπαθώ να μηδενίσω την ύπαρξη του εφοδίου της πίστης που υφίσταται μέσα μου, όπως και μυριάδες άλλες εφαρμογές που χρησιμοποιούμε όλοι στην καθημερινή μας ζωή, αυτό δεν πρόκειται να με ωφελήσει, γιατί, απλούστατα, αυτό λειτουργεί χωρίς την δική μου θέληση όσο καιρό ζω πάνω στη γη. Διότι, η πίστη ως εφόδιο και όχι ως αντικείμενο στο οποίο απευθύνεται η πρακτική μου θρησκευτικότητα μόνο, είναι ένα εφόδιο με το οποίο όλοι οι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη προγραμματίζουμε κάθε μας κίνηση, από τα απλούστερα έως τα πιο σύνθετα.
Επειδή πιστεύω, γυρίζω τον διακόπτη για να ανάψει το φως ή να βάλω σε λειτουργία μια συσκευή. Επειδή πιστεύω ότι υπάρχουν πράγματα που έχω ανάγκη πηγαίνω στο κατάστημα που με ενδιαφέρει. Και, γενικά, κάθε κίνησή μας, πριν αυτή εκδηλωθεί, έχει την βάση της επεξεργασίας στο εφόδιο που όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε όσο ζούμε πάνω στη γη, ανεξάρτητα από το αντικείμενο ή την ένταση της πίστης. Είναι, δηλαδή, εκείνο το στοιχείο με το οποίο καθημερινά λειτουργούμε σε όλες τις εκδηλώσεις και ενέργειες της ζωής μας, αν και εμείς έχουμε την εντύπωση ότι αυτό αφορά μόνο το θρησκευτικό μου καθήκον, δηλαδή το να πιστεύω σε κάποιον θεό.
Εκείνο που διαφέρει – στην περίπτωση της πίστης στην ευσέβεια -, είναι ότι αναμένω από το αντικείμενο της πίστης μου να υπάρξει ανταπόκριση και ανταπόδοση, διότι, διαφορετικά, θα είναι μια ρουτίνα, από την οποία δεν έχω τίποτα να περιμένω ως απάντηση και ανταπόδοση από εκείνον τον θεό σε μένα τον σημερινό άνθρωπο με τα δικά μου κενά και ελαττώματα.
Η ανταπόδοση, δηλαδή η μισθαποδοσία, είναι βασικό στοιχείο που συνδέεται με την πίστη μου στον θεό ή σε ένα άνθρωπο ή σε μια ιδέα πολιτική ή κοινωνική, διότι αυτό είναι το κίνητρο για να εξασκήσω την πίστη μου προς τον συγκεκριμένο στόχο. Χωρίς πίστη στην ανταπόδοση και την ανταπόκριση – με την έννοια της αλληλοκατανόησης του λόγου μεταξύ εμού και του θεού που πιστεύω – δεν μπορεί να διατηρηθεί ένα άτομο στην ζωή, γιατί τότε γίνεται φυτό και έχει παραιτηθεί από την ενεργό ζωή.