Επειδή οι άνθρωποι υπάρχουμε, είμαστε “όντες”, δηλαδή παρόντες, αυτό δηλώνει πως όλη η ατομική και προσωπική εικόνα που έχουμε για τον κόσμο είναι η εικόνα των εμπειριών μας, δηλαδή των όντων που υπάρχουν και κινούνται γύρω μου.
Και είναι προφανές ότι κανείς δεν έχει εικόνα για “μη όντα”, διότι αν είχαμε εικόνα τότε και αυτά θα ήταν όντα και όχι “μη όντα”. Αυτή η προσέγγιση, αν και αρχικά φαίνεται φιλοσοφική, ωστόσο είναι πέρα για πέρα πρακτική, απλούστατα γιατί αυτό που εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε είναι πάντοτε μέσα σε πλαίσια ύπαρξης, άρα τα όριά μας σταματούν εδώ.
Για τον λόγο αυτό και η προσπάθεια της επιστήμης να ερευνήσει την ζωή, περιορίζεται πάντοτε από τα στοιχεία του υπαρκτού, ορατού και μετρήσιμου κόσμου και όχι του μη υπαρκτού. Η φυσική επιστήμη δηλαδή δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τα φυσικά δεδομένα, είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά, δεδομένου ότι και τα εργαλεία της είναι αποκλειστικά μέσα από τον φυσικό κόσμο και όχι από κάπου αλλού.
Αν κανείς θελήσει να μπει στον πειραματισμό της αναζήτησης των μη όντων, των ανύπαρκτων δηλαδή “υπάρξεων” χωρίς υλική υπόσταση και λογική, τότε είναι χαμένος στο διάστημα χωρίς βάση συνεννόησης.
Για τον λόγο αυτό η Βίβλος δημιουργεί το ασφαλέστερο στερέωμα για την κατανόηση, όχι μόνον του φυσικού κόσμου, αλλά και του ίδιου του δημιουργού του φυσικού κόσμου, ο οποίος κρατεί τα κλειδιά της επέκεινα της φύσης υπόστασης. Διότι μόνον με την πίστη μπορεί κάποιος να μεταφερθεί από τον ορατό στον αόρατο αλλά υπαρκτό χώρο – χρόνο και μέσα από αυτήν την νέα εμπειρία να κατανοήσει πως κτίστηκε ο ορατός φυσικός κόσμος, στηριζόμενος όχι μόνον στις ανακαλύψεις που πετυχαίνουμε κάθε μέρα, αλλά και στην εμπειρία της γνωριμίας με τον ίδιο τον δημιουργό ο οποίος είναι ο “ων” και προσφέρει την δύναμη της ζωής μέσα από την πίστη στην ανάσταση του Χριστού.