Η διάκριση μεταξύ λόγου επικοινωνίας και Λόγου του Θεού, την οποία εντοπίσαμε σε προηγούμενες συναντήσεις μας, δεν έχει μόνον λογιστική ή φιλοσοφική αξία, αλλά έχει πρακτική και καθημερινή λειτουργική παρέμβαση στην ζωή μας.
Και τούτο διότι κάθε πράγμα έχει τον ρόλο του και την ώρα του και, φυσικά, δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση αξιών και χρήσεων. Ενώ δηλαδή ο λόγος επικοινωνίας έχει την καταλυτική και μοναδική αξία στην καθημερινότητά μου για τις συναλλαγές μου σε όλα τα επίπεδα, ο Λόγος του Θεού έχει αόρατη εσωτερική δυναμική και δημιουργική παρέμβαση, η οποία τροφοδοτεί με ζωή και ενέργεια το παρόν και το μέλλον μου.
Ενώ δηλαδή ο λόγος επικοινωνίας επιλύει και ικανοποιεί τις καθημερινές μου ανάγκες σε όλα τα επίπεδα, ο Λόγος του Θεού τροφοδοτεί με δύναμη τις αποφάσεις μου και τους σχεδιασμούς μου, όχι μόνον για το σήμερα, το οποίο ούτως ή άλλως σύντομα είναι παρελθόν, αλλά κυρίως με τροφοδοτεί με ελπίδα και πίστη σε πράγματα τα οποία θα έλθουν στο μέλλον. Και όχι μόνον αυτό.
Το γεγονός ότι μόνον αυτός μπορεί να γνωρίζει το μέλλον, εγγύς και απώτερο, συνιστά μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρο, η οποία μεταμορφώνει το παρόν με την προοπτική της συμβατότητας με το μέλλον που εγώ δεν το βλέπω ακόμη, αλλά θα έλθει σε λίγο και θα γίνει καθημερινή πραγματικότητα και συνισταμένη της προσωπικής μου ζωής.
Και φυσικά όλοι κατανοούμε αυτόν τον ιδιαίτερο ρόλο του Λόγου του Θεού, ο οποίος παρεμβαίνει δυναμικά και μεταμορφωτικά, ανάλογα με τις προσωπικές ανάγκες κάθε φυσικού προσώπου. Και όπως κανένα φυσικό πρόσωπο δεν είναι όμοιο κατά τις ανάγκες του με κάποιο άλλο φυσικό πρόσωπο από τα επτά δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού, έτσι και οι λειτουργίες που πρέπει να λάβουν χώρα μέσα στον καθένα μας είναι απόλυτα προσωπικές, τόσο ως προς τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο, όσο και ως προς τον έκτακτο χρόνο που αυτές πρέπει να συντελεστούν.
Διότι ο Λόγος του Θεού δεν λειτουργεί μέσα μας μηχανικά, αλλά λειτουργεί ζωοδοτικά, ανάλογα με τις προσωπικές ανάγκες της στιγμής και την προοπτική της αιωνιότητας.