Η έννοια “χωρίς θεό” είναι νεωτερική και αναφέρεται σε ανθρώπους που δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη θεού – δημιουργού στο σύμπαν, είτε από λόγους πολιτικής, είτε από λόγους ανεπάρκειας εξηγήσεων για το αντίθετο. Αλλά, ενώ αυτό είναι κατανοητό για τον 20ο και 21ο αιώνα, στην εποχή της Καινής Διαθήκης αυτό δεν ήταν κατανοητό. Διότι η θρησκεία ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας όλων των επί γης ανθρώπων, όπως αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτών των εποχών.
Άρα, το να ισχυρίζεται κάποιος την εποχή του Χριστού, ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς θεό, είναι ουτοπικό και αναληθές εκ πρώτης όψεως. Εκτός αν εκείνος που ισχυρίζεται ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς θεό έχει κάτι άλλο στο νου του από αυτό που εμείς κατανοούμε με την φράση “χωρίς θεό”. Αν δηλαδή δίνει άλλο περιεχόμενο στις λέξεις από αυτό που εμείς δίνουμε.
Και αυτό είναι κρίσιμο θέμα για την κατανόηση των λόγων του Χριστού και γενικά των Ιερών Γραμμάτων. Διότι η λέξη “άθεος” επιδέχεται – ως επίθετο – πλειάδα εξηγήσεων, άρα θα πρέπει πρώτα να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο της λέξης “θεός” και κατόπιν να προσδιορίσουμε αν κάποιος έχει ή δεν έχει θεό, πιστεύει ή δεν πιστεύει στην ύπαρξη ενός δημιουργού του σύμπαντος, του ανθρώπου, της ιστορίας του, και του μέλλοντος.
Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που ο απόστολος Παύλος αποκαλεί τους ανθρώπους της εποχής του “άθεους”, ενώ σε άλλα σημεία δηλώνει ότι είναι ευσεβείς κατά πάντα. Άρα, προφανώς δίνει άλλο περιεχόμενο στην έννοια θεός, από αυτήν που εκείνοι έδιναν. Διότι, για τον απόστολο μπορεί οι άνθρωποι που συναντούσε να ήταν ευσεβείς, αλλά αυτό δεν σήμαινε αυτόματα ότι ήταν και άνθρωποι γνώσεως του περιεχομένου της πίστεως. Δηλαδή, από ιδιοσυγκρασία ήταν ευσεβείς και όχι από επίγνωση των πραγμάτων της πίστεως.
Και αυτό ακριβώς ήταν το δικό του έργο. Να φέρει σε επίγνωση της αλήθειας τους ευσεβείς της εποχής του. Εκείνους, δηλαδή, που αναζητούσαν εξηγήσεις για τον κόσμο και τον δημιουργό του, που ζητούσαν εξηγήσεις για την καθημερινή αδικία και τον θάνατο, που ζητούσαν να κατανοήσουν και όχι να αποδεχθούν μυστηριακά την ύπαρξη κάποιου θεού με αόριστα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Δηλαδή, να φέρει σε επίγνωση της αλήθειας όλους εκείνους που είχαν σύνεση ώστε να μην πείθονται από την παραδοσιακή αντίληψη περί θεού, αλλά αναζητούσαν την εμπειρία μαζί με την διδασκαλία, που αναζητούσαν τον ίδιο τον δημιουργό και όχι μόνον την παραδοσιακή μυστηριακή θεώρηση των πραγμάτων.
Διότι τα μυστήρια, τα Ελευσίνια και όχι μόνον, είχαν αναφορά σε ακατανόητους κόσμους, στους κόσμους του Άδη και του Κέρβερου, χωρίς εξηγήσεις για την ζωή και τα προβλήματα της καθημερινότητας. Αντίθετα, ο Χριστός και η διδασκαλία του δεν είχε αναφορές σε μυστήρια, αλλά ήταν η απάντηση στα μυστήρια. Ήταν η ανάγκη παρατήρησης των φυσικών φαινομένων, των διαδικασιών της φύσης και του κόσμου ως βάση, για την κατανόηση του δημιουργού και της δημιουργίας, ως βάση για την εξήγηση των μυστηρίων, και όχι ως αφορμή για την δημιουργία νέων μυστηρίων, τα οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποδέχεται χωρίς να έχει δικαίωμα αναζήτησης εξηγήσεων.
Και αυτή ήταν η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους ευσεβείς με άγνοια και τους μαθητές του Χριστού. Η διδασκαλία του Χριστού έφερε την ανάγκη της γνώσης, την εξουσία για εξερεύνηση και κατανόηση του κόσμου, και απέκοψε την αόριστη μυστηριακή νοοτροπία από τους ειλικρινείς αναζητητές του δημιουργού.