Η προσωπική μας εμπειρία με την ύλη και τον υλισμό είναι κοινό γνώρισμα όλων των ανθρώπων που έζησαν, ζουν και θα ζουν πάνω στον πλανήτη μας. Από την μια γιατί είμαστε ύλη και τρεφόμαστε από την ύλη, και από την άλλη γιατί όλοι έχουμε την αίσθηση ότι ο κόσμος τον οποίο εμείς γνωρίζουμε – ανεξάρτητα από τα ταξίδια που μπορεί να έχει κάνει κάποιος, είναι ένα μικρό κλάσμα της αλήθειας της δημιουργίας.
Αρκεί να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις με τον κορωνοϊό, για να πειστούμε ότι, όχι μόνον δεν γνωρίζουμε τα όρια του ορατού και φυσικού κόσμου, αλλά αυτό το οποίο όλοι αποκαλούμε κόσμο, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μικρό τμήμα – σταγόνα στον ωκεανό, όπως θα έλεγαν κάποιοι – του σύμπαντος, άρα και των ορίων και των πηγών της ζωής.
Αυτό δηλώνει την έλλειψή μας σε γνώση και εμπειρία, αφού δεν μπορούμε καν να προσεγγίσουμε τις διαστάσεις, και πολύ περισσότερο το περιεχόμενο της δημιουργίας. Διότι λέμε λχ θάλασσα, άλλά άλλο περιεχόμενο και εικόνα έχει υπόψη του καθένας μας από τήν απλή αυτή και προσεγγίσιμη πραγματικότητα της ύλης.
Συνεπώς, με βάση την λογική και την γνώση της ύλης που έχουμε εμείς σήμερα, αυτό που προκύπτει ως ανάγκη είναι η κατανόηση του υλικού κόσμου, η ορθή του διαχείριση κατά την προσωπική μας καθημερινότητα, και, φυσικά, η υπέρβαση του υλικού κόσμου και η προσέγγιση του ίδιου του δημιουργού της ύλης. Μια προσέγγιση που πηγάζει από την προσωπική ανάγκη για ολοκλήρωση της πληροφορίας των βασικών δεδομένων της ύλης, και από την άλλη θα μας μεταφέρει στο επέκεινα του φυσικού κόσμου περιβάλλον.
Αυτό, άλλωστε, είναι και το σχέδιο της διδασκαλίας του Χριστού: από την μια να επιστήσει την προσοχή μας ως προς τις σκέψεις και τις καθημερινές μας επιθυμίες, αλλά από την άλλη να αναζητήσουμε τον ίδιο τον δημιουργό της ζωής και της ύλης, μέσα από τις διαδικασίες που περιγράφονται στα Ιερά Γράμματα.
Οι οδηγίες του Χριστού δεν αφορούσαν μόνον την υπέρβαση του υλισμού, αλλά υπέδειξαν και την οδό που οδηγεί προς το δένδρο και τις πηγές της ζωής.