Η συνειδητή άρνηση της ύπαρξης δημιουργού ενός κτίσματος ισοδυναμεί με παραλογισμό ή συνειδητή αυτοχειρία, εκτός αν γίνεται για πειραματικούς λόγους, “καθ’ υπόθεσιν”. Διότι η έννοια της παραγωγικής ιδιοκτησίας, δηλαδή της ευθύνης του δημιουργού απέναντι στο δημιούργημά του – αλλά και απέναντι στα δημιουργήματα άλλων ή ακόμη και απέναντι στα μη δημιουργήματα, είναι έννοια σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η “υποχρεωτική” αναγραφή του ονόματος του δημιουργού σε ένα έργο έχει πολλαπλές εξηγήσεις. Πρώτον, διότι το όνομα του δημιουργού φέρει την ευθύνη για το συγκεκριμένο έργο. Μάλιστα, αν είναι παραγωγικό έργο, φέρει και την ευθύνη καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας και της παραγωγής των παραγώγων. Δεύτερον, διότι καθένας μπορεί να οικειοποιηθεί και να επικαρπωθεί, ως κλέπτης και ληστής, την αξία του έργου που ανήκει σε άλλον. Τρίτον, διότι για κάθε δυσλειτουργία πρέπει να ξέρουμε σε ποιον θα απευθυνθούμε για επίλυση των προβλημάτων, και αυτό δεν είναι θεωρητικό, αλλά είναι πρακτικό στην καθημερινότητα. Και είναι προφανές ότι εκ του έργου μπορούμε να κατανοήσουμε την ασφάλεια, την πιστότητα, την αξία και την δημιουργική σοφία του δημιουργού.
Ωστόσο, άλλο το όνομα και άλλο η παρουσία. Άλλο το να γνωρίζουμε το όνομα ενός δημιουργού και άλλο να τον έχουμε κοντά μας. Άλλο η ανάμνηση και άλλο η φυσική παρουσία. Και αυτό είναι κρίσιμο στην διδασκαλία του Χριστού. Δεν δημιούργησε μια νέα διδασκαλία μόνον για να είναι γραμμένη στα εγχειρίδια των σχολείων και των διαφόρων ιδρυμάτων, αλλά εξήγησε πως λειτουργεί η παρουσία και πως γίνεται αντιληπτή η λειτουργική δύναμη της παρουσίας του δημιουργού στην καθημερινή ζωή ενός φυσικού προσώπου.
Διότι αυτό είναι το κρίσιμο θέμα. Όχι μόνον να κατανοήσω την διδασκαλία, αλλά και να επικαρπωθώ νομίμως όσα προέρχονται από αυτήν. Όχι για να είμαι καλός χριστιανός, αλλά για να μπολιαστώ, να ζω και να λαμβάνω το αιώνιο οξυγόνο μέσα από τις φλέβες και το δημιουργικό πνεύμα του ίδιου του δημιουργού. Το κείμενο της Καινής Διαθήκης δεν είναι εγχειρίδιο κανόνων καλής συμπεριφοράς προς τους άλλους ανθρώπους μόνον, αλλά είναι οδηγίες για την συμβίωση με την παρουσία του ίδιου του δημιουργού μέσα στο σώμα και την καθημερινότητά μας.
Το “εγώ ειμί μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος”, δεν είναι οδηγία, αλλά αλλαγή κατανόησης της παρουσίας του δημιουργού μέσα στην καθημερινότητα κάθε φυσικού προσώπου που αναζητά τον δημιουργό του. Τότε, και το δημιούργημα γίνεται παραγωγικό ζωής και όχι θανάτου, τότε το δημιούργημα ζει με το οξυγόνο και το νερό “το επάνωθεν του στερεώματος”, τότε το “εγώ ειμί” και το “ημείς εσμέν” έχει άλλη έννοια για την καθημερινότητα.
Η ευαισθησία, που προέρχεται από την εμπειρική κατανόηση της διδασκαλίας του Χριστού, οδηγεί το φυσικό πρόσωπο σε κατανόηση της παρουσίας και λειτουργίας του δημιουργού στα καθημερινά μας έργα, τα οποία πλέον λαμβάνουν χώρα όχι μόνον στην διάσταση του φυσικού μας χωροχρόνου, αλλά και στο μη εισέτι ορατό φάσμα των λειτουργιών της ζωής μας.