Ο διάλογος του Χριστού με τον Εκατόνταρχο είναι αποκαλυπτικός για το πως ο άνθρωπος της πίστης κατανοεί την λειτουργία του λόγου, όταν ο λόγος προέρχεται από εκείνον που έχει εξουσία δημιουργικού λόγου και όχι απλά ικανότητα περιγραφικού λόγου.
Αυτή η διαπίστωση από τον ίδιο τον Χριστό αποτελεί για μας τον κανόνα της νοημοσύνης και της αντίληψης του θέματος αλλά και του θαύματος της πίστης.
Ενώ δηλαδή ο Εκατόνταρχος εμφανίζεται μέσα στην διήγηση του Ευαγγελίου χωρίς να έχουν προηγηθεί άλλες σχέσεις του με τον ίδιο τον Χριστό – εκτός ίσως από κάποια γενική πληροφόρηση, αυτό δεν αποτέλεσε αρνητικό στοιχείο της επαφής του, αλλά ήταν ουδέτερο στοιχείο. Δεν καθόρισε δηλαδή την αποτελεσματικότητα της σχέσης του με τον Κύριο, όπως εμείς θα είχαμε την γνώμη για κάποιον που δεν ανήκει στην ομάδα των μαθητών του, αλλά η εξέλιξη απέδειξε ότι η εκτίμηση του ίδιου του Χριστού για το επίπεδο της πίστης του Εκατόνταρχου προέρχεται από το βάθος της πίστης του και όχι από την προσωπική τους σχέση.
Αυτό ακριβώς τροφοδοτεί και την ελπίδα των δισεκατομμυρίων πολιτών όλης της γης, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν την ευκαιρία της θρησκευτικής σχέσης με τον δημιουργό, αλλά κατανοούν τον ρόλο του και την παρουσία του στην καθημερινότητά τους για την προοπτική της ζωής τους.
Μάλιστα η δήλωση του Χριστού ότι σε κανέναν άνθρωπο στο Ισραήλ δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη, σε συνδυασμό και με την πρακτική αποτελεσματικότητα που αυτή είχε στην θεραπεία του δούλου του, αποδεικνύει με απόλυτη ασφάλεια ότι το μυστικό της επιτυχίας δεν βρισκόταν μόνον στη θρησκευτική παράδοση των Ισραηλιτών, αλλά υπήρχε και σε φυσικά πρόσωπα που είχαν αναπτύξει την εμπιστοσύνη τους στον δημιουργό με το εφόδιο της πίστης.
Μάλιστα φαίνεται ότι οι μη θρησκευόμενοι είχαν τις ίδιες ή ακόμη και καλύτερες ευκαιρίες να ευαρεστήσουν τον δημιουργό, κατανοώντας το έργο του στην καθημερινότητά τους με την προοπτική της αιωνιότητας που εκείνος μόνος διακρατεί, αν και πολλοί προφανώς διαφωνούν με την κρίση αυτή του Χριστού και θα ήθελαν να περιορίσουν τον ρόλο του δημιουργού.