Την έννοια της πληρότητας την καταλαβαίνουμε καλύτερα από την έκφραση “συμπληρώνω”, “συμπλήρωμα”, “συμπληρωματικός”, κλπ, δηλαδή λείπει κάτι από αυτό που έχω, και εγώ το προσθέτω στο ήδη υπάρχον. Με λίγα λόγια, δεν είμαι στο μηδέν και στην ανυπαρξία, αλλά έχω κάτι, έστω και λίγο, και πάνω σε αυτό προσθέτω το νέο συμπλήρωμα.
Και η κατανόηση αυτής της έννοιας είναι κάτι που μηχανικά όλοι κάνουμε κάθε στιγμή της ζωής μας, από τα απλούστερα έως τα σοβαρότερα και το πιό πολύπλοκα. Κοπιάζουμε για να συμπληρώσουμε το εισόδημά μας, κοπιάζουμε για να πετύχουμε καλύτερη ζωή, προσπαθούμε να κατακτήσουμε τους στόχους για να έχουμε κέρδος στο μέλλον, και, γενικά, η πληρότητα, δηλαδή το τμήμα εκείνο που δεν έχω αλλά θέλω να το αποκτήσω, είναι το κίνητρο για δράση και ενέργεια προς κάτι καλύτερο. Και όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό δεν είναι θέμα αδράνειας, αλλά είναι θέμα ατομικής δράσης και ανταπόκριση προς κάτι καλύτερο από αυτό που διαθέτω αυτή τη στιγμή.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη ήταν και το κίνητρο που οδήγησε τους πρώτους ακροατές του Χριστού να τον ακολουθήσουν και να γίνουν μαθητές του, δηλαδή να παρακολουθήσουν συστηματικά την διδασκαλία και τα θαύματα που έκανε εκείνος, προκειμένου να τους οδηγήσει σε μεγαλύτερη και καλύτερη πίστη, δηλαδή σε μια ζωή με πλουσιότερο περιεχόμενο και προοπτικές μέλλοντος, εγγύς, απώτερου, απώτατου και αιώνιου. Διότι, η διδασκαλία του Χριστού, όπως την άκουγαν και έβλεπαν με τα μάτια τους εκείνοι οι πρώτοι μαθητές, δεν ήταν θεολογική εξήγηση – και αυτό το στοιχείο δεν έλλειπε – αλλά ήταν μια πρακτική ζωής, μέσα από την οποία καταλάβαιναν ότι θα είχαν μια καλύτερη καθημερινότητα, αλλά και προοπτικές του ατομικού αλλά και του κοινωνικού μέλλοντος της δικής τους πορείας στην ζωή.
Και αυτό, προφανώς, ήταν εξαιρετικά δελεαστικό, διότι κανένας δεν θέλει να εγκαταλείψει κάτι, εάν δεν έχει εξασφαλίσει τον τρόπο που στην θέση αυτού που θα έχει χάσει, θα πάρει κάτι πιο πολύτιμο και αξιόλογο. Ο Χριστός, δηλαδή, δεν δίδαξε μόνο για το μέλλον, αλλά υπέδειξε και τους τρόπους αποφυγής λαθών της καθημερινότητας, τα οποία βυθίζουν το άτομο – και την κοινωνία – σε αδιέξοδα, θέτοντας αυτό το στοιχείο, την επιτυχία, δηλαδή, της καθημερινότητας, ως βάση και δείγμα του τί πρόκειται να ακολουθήσει στο μέλλον ενός ατόμου ή ακόμη και μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Αυτό το στοιχείο της πληρότητας που δίδαξε και βίωσε ο ίδιος ο Χριστός, ήταν και το κίνητρο που έφερε τους τότε θεατές και ακροατές στο σημείο να εγκαταλείψουν την φαινομενική πληρότητα, που διέθεταν με βάση τους ανθρώπινους νόμους και τις θρησκευτικές τους παραδόσεις, και να αναζητήσουν μέσα από την εφαρμογή της δικής του νέας διδασκαλίας για την πίστη και την πολύτιμη ανταπόδοση του θεού στον καθένα που θα αποφασίσει να μάθει και να εφαρμόσει στην ατομική του ζωη, το νέο πνεύμα της αλήθειας, το οποίο οδηγεί τον ενδιαφερόμενο σε μια νέα ζωή στο σύνολό της, χωρίς αποκλεισμούς και εξαρτήσεις.