Στην παραβολή των ταλάντων ο δούλος που έκρυψε το τάλαντο δεν ήταν άφρων, δεν ήταν σε άγνοια. Γνώριζε πολύ καλά και την εμπορική αξία του ταλάντου και την ευθύνη του. Για τον λόγο αυτό μερίμνησε με επιμέλεια να φυλάξει, να κρύψει τον θησαυρό που του είχε εμπιστευτεί ο κύριός του. Διότι δεν τον έκρυψε απλώς, αλλά έσκαψε ένα όρυγμα, ένα βαθύ χαντάκι, και μέσα εκεί εναπόθεσε τον θησαυρό για να είναι ασφαλισμένος. Και πράγματι, αποδείχθηκε ότι η εκτίμησή του ήταν ορθή, κανένας δεν μπόρεσε να βρει και να κλέψει τον κρυμμένο θησαυρό. Ωστόσο δεν δικαιώθηκε, όχι γιατί δεν είχε κρύψει με την απαιτούμενη επιμέλεια τον θησαυρό – διότι αποδείχθηκε ότι ορθά εκτίμησε τον κίνδυνο της κλοπής, αλλά διότι ο σκοπός της παραχώρησης του θησαυρού δεν ήταν η διαφύλαξη αλλά ήταν η αύξηση, ο πολλαπλασιασμός του αρχικού κεφαλαίου. Μάλιστα στην περιγραφή της παραβολής από τον Ευαγγελιστή Λουκά διευκρινίζεται ότι δόθηκε ο θησαυρός προς διαπραγμάτευση, δηλαδή για να μπεί στο χρηματιστήριο αξιών και όχι για να τεθεί σε όρυγμα. Το τραγικό τέλος του δούλου εκείνου, όπως το περιγράφουν οι ευαγγελιστές, μας υποχρεώνει να στραφούμε στην έξοδο προς τον κόσμο των αξιών και όχι στην ασφαλή διαφύλαξη των δώρων του Θεού.