Μαθητής που ακούει μόνον και δεν ρωτάει καθόλου δεν είναι πάντα το καλύτερο υπόδειγμα.
Διότι όποιος ρωτά έχει και απορίες, άρα συμμετέχει ενεργά στην συζήτηση για ένα θέμα. Και είναι προφανές ότι όσο δυσκολότερο είναι ένα θέμα, τόσο περισσότερα ερωτηματικά δημιουργεί και τόσο πιο δύσκολες είναι οι απαντήσεις που πρέπει να δοθούν.
Το παράδειγμα του Θωμά από την περιγραφή που κάνει ο αυτόπτης μάρτυρας Ιωάννης στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο του ευαγγελίου του, είναι η υγιής εικόνα για κάθε σοβαρό και υπεύθυνο άνθρωπο του εικοστού πρώτου αιώνα. Λέει κάτι ο Χριστός για το μέλλον, η διατύπωση είναι ασαφής και με κενά, και ο Θωμάς δεν μασάει τα λόγια του.
Αντίθετα απευθύνει ειλικρινή ερώτηση προς τον Χριστό, όχι για να παραστήσει τον πολύξερο, αλλά για να κατανοήσει την φράση που μόλις είχε πει ο δάσκαλος. Η ερώτηση, στηριγμένη στην κοινή λογική, δεν απορρίπτεται από τον δάσκαλο ως πράξη θράσους και αναίδειας. Αντίθετα, ο δάσκαλος παίρνει αφορμή από την ερώτηση και το μάθημα παίρνει άλλο χαρακτήρα, πλατύτερο, βαθύτερο, ουσιαστικότερο.
Στόχος του Χριστού δεν ήταν – και δεν είναι ούτε ποτέ ήταν – να αποστομώνει αυτούς που ζητούσαν να κατανοήσουν τα λόγια του, αλλά στόχος του ήταν να αναζητήσουν το βαθύτερο νόημα των όσων εκείνος έλεγε. Η σύγχρονη μιζέρια και ουσιαστική αδιαφορία για τους θησαυρούς που περιλαμβάνει η διδασκαλία του Χριστού, ντυμένη με μανδύα ταπεινοφροσύνης και απεριόριστης γονυκλισίας, δεν είναι μέσα στα παραδείγματα που περιγράφονται από τους αυτόπτες μάρτυρες της εδώ ζωής του Χριστού.
Ένας δάσκαλος που σέβεται τον εαυτό του, όσο μεγαλύτερος είναι σε γνώση και σοφία, τόσο συγκαταβατικός και ανθρώπινος είναι προς κάθε ενδιαφερόμενο μαθητή του που αργότερα θα ονομαστεί και Χριστιανός. Το αντίθετο δεν ταιριάζει στον μεγάλο δάσκαλο, όπως ο ίδιος έχει διακηρύξει με όλους τους δυνατούς τρόπους.