Είναι σε όλους γνωστό ότι αυτά που ξέρουμε είναι ελάχιστα μπροστά σε αυτά που δεν ξέρουμε. Και δεν αναφέρομαι μόνον στα επιστημονικά, αλλά και σε κάθε είδους γνώση πραγμάτων, διότι ακόμη και αυτά που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι η επιφάνεια. Το βάθος κανείς δεν το γνωρίζει, όσο κοντά και αν είναι στα γεγονότα ή τις έρευνες. Το αρχαίο “εν οίδα ότι ουδέν οίδα” είναι πάντα επίκαιρο και ουσιαστικό.
Ωστόσο ο Χριστός έκανε μια παρέμβαση, πέρα από το απλό “δεν ξέρω”: άνοιξε τους ορίζοντες για να αρχίσουμε την έρευνα του άγνωστου και μέσα από αυτή την έρευνα να αλλάξει η εικόνα του κόσμου.
Η προσέγγιση του αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, μιλώντας στον Άρειο Πάγο, ότι έχετε βωμό σε έναν άγνωστο θεό, αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επίγνωση του άγνωστου και προσπαθούσαν μέσα από την γνώση να μετατρέψουν το άγνωστο σε γνωστό.
Αυτό όμως που χαρακτηρίζει τόσο την προσωπική διδασκαλία του Χριστού όσο και του αποστόλου Παύλου είναι η φυγή προς τα εμπρός, η μετατροπή του άγνωστου σε πρόκληση να γίνει γνωστό. Και αυτό δεν ήταν μια φιλοσοφική προσέγγιση, αλλά ήταν μια πρακτική καθημερινότητας.
Διότι ο Χριστός, μιλώντας στους ένδεκα μαθητές του, εντόπισε την εξάντληση των ορίων τους να κατανοούν όσα τους έλεγε, αλλά δεν τους άφησε εκεί ούτε τους κατηγόρησε για αυτή τους την αδυναμία κατανόησης του άγνωστου. Αντίθετα, τους άνοιξε τα μάτια να δουν το μέλλον: να μείνουν πιστοί σε αυτά που είχαν μάθει, όχι γιατί είχε τελειώσει η εκπαίδευσή τους, αλλά γιατί αυτά ήταν η βάση πάνω στην οποία ο νέος προσωπικός και ατομικός τους πλέον δάσκαλος, θα μπορούσε να τους ανοίξει τους ορίζοντες της αιωνιότητας. Όχι μέσα από όρους θεολογικής διατύπωσης, αλλά μέσα από την μεταμόρφωση που θα έφερνε στη ζωή τους η δύναμη του Πνεύματος της Αληθείας και η κατάκτηση γνώσης από το αχανές άγνωστο: των δημιουργημάτων, της δημιουργίας και του ίδιου του δημιουργού.
Η διδασκαλία του Χριστού δεν κλείνει τους ορίζοντες της γνώσης, αλλά τους επεκτείνει στο άπειρο, πατώντας σταθερά στην γη που ο ίδιος δημιούργησε.