Ταξιδεύουμε αλλά δεν προσεγγίζουμε. Περνάμε πολλές περιοχές με το αυτοκίνητο, το πλοίο, το αεροπλάνο, αλλά τελικά προσεγγίζουμε, πλησιάζουμε για να ακουμπήσουμε στο έδαφος μόνον του προορισμού μας. Τα ενδιάμεσα μέρη, είναι εικόνες περαστικές που μπορεί να κρατήσαμε μεν στη μνήμη μας, αλλά έμειναν πίσω ως ανάμνηση. Το εγγύς και το εγγίζω, πλησιάζω για να ακουμπήσω, είναι έννοιες οικείες στην ελληνική γλώσσα. Αντίστοιχη είναι και η έννοια του προσεγγίζω στα ζητήματα της ζωντανής πίστης. Ταξιδεύω με ένα σκοπό και είναι προφανές ότι όλοι μας ταξιδεύουμε στην καθημερινότητα με ένα σκοπό, είτε βιοποριστικό είτε σκοπό πέραν της καθημερινότητας. Και για μεν την καθημερινότητα, η πρακτική ανάγκη μας καθιστά παραγωγικούς και προσεκτικούς. Αντίθετα, στα ζητήματα της πίστης που περιλαμβάνουν όχι μόνο το σήμερα αλλά και το αύριο και το εγγύς και το απώτερο μέλλον, η προσοχή μας κατά κανόνα είναι χαλαρή, δεν προσεγγίζουμε με το ίδιο ενδιαφέρον τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας. Σταδιακά μειώνεται το ενδιαφέρον μας, γινόμαστε νωθροί στις ακοές του Ευαγγελίου, η πίστη μένει ανενεργή και καταλήγουμε σε τυπικό χριστιανικό πρόγραμμα, χωρίς έλεγχο βάθους και αποτελεσματικότητας. Η πίστη του κόκκου συνάπεως δεν αποδίδει καρπούς, τα εφόδια και τα δώρα του δημιουργού μας όχι μόνον δεν αξιοποιούνται, αλλά λησμονούνται και χάνονται μέσα στη λήθη και στην ανυπαρξία της αλήθειας στη ζωή μας.