Η αποκλειστικότητα της τροφής για τον άνθρωπο που μετέχει σε ένα γεύμα είναι κανόνας απαράβατος διαχρονικά και παγκοσμίως. Μπορεί να υπάρχουν σχέσεις με άλλους συνδαιτυμόνες, μπορεί να μετέχουν στις ίδιες τροφές, ωστόσο, αυτό που καθορίζει τον ρόλο της τροφής είναι οι ανάγκες του ενός ατόμου, εκείνου δηλαδή που τις καταναλώνει. Κανείς δεν “παίρνει κιλά” γιατί κάποιος άλλος είναι χορτάτος και κανείς δεν “χάνει κιλά” γιατί κάποιος άλλος μένει νηστικός. Η τροφή είναι μια εξατομικευμένη παράμετρος για κάθε φυσικό οργανισμό και καμιά σύγχυση δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ των συνεπειών δύο ατόμων, ενός χορτάτου και ενός στερημένου τροφής.
Καθένας απολαμβάνει τις συνέπειες από την δική του κατάσταση. Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος, αν δεν τον ικανοποιεί η παρούσα κατάστασή του, είναι να μεριμνήσει για την κάλυψη της δικής του ανάγκης και όχι βέβαια ο “σφετερισμός” των αλλοτρίων, τα οποία ούτως ή άλλως δεν είναι βέβαιο ότι θα καλύψουν ουσιαστικά την δική του προσωπική ανάγκη.
Και αυτός ακριβώς ο αποκλειστικός χαρακτήρας της τροφής για κάθε ζωντανό οργανισμό είναι ο λόγος που ο ίδιος ο Χριστός αξιοποίησε, προκειμένου να γίνει κατανοητή η προσωπική ανάγκη κάθε ανθρώπου, διότι μπορεί να ζούμε μέσα στην κοινωνία, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα και αδιάκριτα ομογενοποίηση όλων των ανθρώπων στην πράξη. Καθένας είναι μια προσωπικότητα, με τις ατομικές της ανάγκες, και κάθε προσπάθεια να καλύψουμε τα κενά της δικής μας ζωής με τις επιτυχίες των άλλων είναι προφανώς ατελέσφορη.
Ολόκληρη η διδασκαλία του Χριστού απευθύνεται στο άτομο, διότι ένα άτομο γεννιέται και το ίδιο άτομο πεθαίνει, χωρίς συγχύσεις και παρερμηνείες. Οι προσωπικές μας επιλογές είναι δική μας ευθύνη και ο καθένας μας αναλαμβάνει το κόστος των επιλογών του ή απολαμβάνει τα κέρδη της συμμετοχής του στο κοινό δείπνο. Η διδασκαλία του Χριστού είναι απλή και για όλους, αλλά βιώνεται προσωπικά και αποδίδει τους προσωπικούς καρπούς χορτασμού στον μετέχοντα και όχι στον περαστικό.