Στα αρχαία Ελληνικά η λέξη “ων” σημαίνει αυτόν που υπάρχει.
Είναι μετοχή του ρήματος ειμί και το χρησιμοποιούμε όλοι μας καθημερινά στις εκφράσεις “η ούσα” ή “το όν”, δηλαδή στο θηλυκό και το ουδέτερο: ο ων, η ούσα, το ον, παρών, παρούσα, παρόν. Το ρήμα λοιπόν “ειμί” δηλώνει κάτι που υπάρχει και όχι κάτι που δεν υπάρχει.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπαρξιακή μου παρουσία και, όταν εγώ πλέον δεν υπάρχω – λόγω θανάτου, τότε η ύπαρξή μου γίνεται παρελθόν και σύντομα η μνήμη της παρουσίας μου χάνεται οριστικά, άρα “ουκ ειμί”. Αυτόν τον όρο χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο Χριστός για να δηλώσει την παρουσία του, την εδώ σύντομη αλλά και την αιώνια.
Και ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι κάποια μέρα όλοι παύουμε “όντες”, να “είμαστε”, ο θεός δηλώνει κατηγορηματικά ότι εκείνος παραμένει ο ων, δηλαδή συνεχίζει να υπάρχει και όταν εγώ δεν θα υπάρχω. Και αυτή είναι η πρόκληση.
Ενώ εκείνος προσκαλεί όλους μας σε επίγνωση αυτής της υπαρξιακής πραγματικότητας, δηλαδή στην ζωή που υπάρχει και μετά την φυσική μας παρουσία, εμείς αποφεύγουμε να προχωρήσουμε σε αυτήν την επίγνωση, φυσικά ζημιώνοντας τον εαυτό μας και όχι εκείνον που περιμένει την στροφή μας προς την δική του μόνιμη υπαρξιακή πραγματικότητα.
Ενώ δηλαδή όλοι ξέρουμε ότι μετά τον ατομικό μας θάνατο οι άλλοι συνεχίζουν να ζούνε πάνω στη γη, άρα ο δικός μου θάνατος δεν είναι θάνατος όλων, δηλαδή η ζωή συνεχίζεται διότι είναι κάτι πολύ πέραν των δικών μου δυνατοτήτων, ωστόσο για ένα ανεξήγητο λόγο η επιθυμία μας για την ζωή σκιάζεται από τον φόβο του θανάτου και έτσι εγκαταλείπουμε την αναζήτηση της ζωής ενώ είμαστε ακόμη στη ζωή.
Παραμελούμε να αναζητήσουμε τον δρόμο που μας φέρνει προς την ζωή και προτιμούμε να εξαντλούμε τις ικανότητές μας στην καθημερινή μιζέρια και μικρότητα, επιρρίπτοντας σε άλλους την ευθύνη των δικών μας επιλογών.