Η βαρύτατη προσβολή του Χριστού σε μια μεγάλη επίσημη θρησκευτική ομάδα της εποχής του θα έπρεπε να συνοδεύεται και από την σχετική αιτιολόγηση. Διαφορετικά θα προκαλούσε την εναντίον του οργή, και δικαιολογημένα.
Διότι η κατηγορία “πλανάστε” δεν είναι τυχαία και επιπόλαιη, αλλά είναι βαρύτατη και αναφέρεται στην ουσία των πεποιθήσεων που είχε η συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα.
Για μας τους Έλληνες ο χαρακτηρισμός αυτός σημαίνει ότι όσοι ακολουθούν αυτή την θρησκευτική πίστη βρίσκονται σε πλάνη, δηλαδή βρίσκονται σε λάθος δρόμο σκέψεων και προβληματισμών. Έχουν αδιέξοδη διδασκαλία, δηλαδή δεν μπορούν να ερμηνεύσουν σε πρακτική διάσταση τις πεποιθήσεις τους, άρα είναι εκτός πραγματικότητας οι συλλογισμοί και οι απόψεις τους. Και όχι μόνον οι ίδιοι βρίσκονται σε τραγικά αδιέξοδα, αλλά και όσοι άλλοι τους ακολουθούν και ασπάζονται τις ιδεολογίες τους, και αυτοί πλανώνται και μπορεί να χαθούν.
Η έννοια του πλανιέμαι – περιπλανιέμαι, είμαι χαμένος – έχω χάσει τον δρόμο μου, είναι κρίσιμη έννοια, διότι δηλώνει ότι έχει αφαιρεθεί το κλειδί της γνώσης, έχει χαθεί ο σκοπός και η “εν κρυπτώ” δύναμη της ανάστασης που ενεργεί και ενεργείται μέσα μας, άρα η ζωή δεν μπορεί να μεταμορφωθεί μέσα στην σκληρή καθημερινότητα της πρακτικής μας ζωής.
Η άρνηση της ανάστασης, η απόρριψη της δύναμης του θεού η οποία μπορεί να μεταμορφώνει το άτομο στην καθημερινότητα, συνιστά απώλεια του ακρογωνιαίου λίθου για την ερμηνεία, για την κατανόηση αλλά και την εφαρμογή της διδασκαλίας του Χριστού στην καθημερινότητα.
Χωρίς την δύναμη του δημιουργού, όπως αυτή αποδείχθηκε στην ανάσταση του Χριστού, η διδασκαλία της Βίβλου είναι ευχολόγια, ιστορία και συναισθηματικές εξάρσεις, δηλαδή δεν μπορεί να παράξει δημιουργικά αποτελέσματα ζωής, και μάλιστα με την προοπτική της αιωνιότητας.
Η στέρηση της ανθρώπινης προσωπικότητας από την εμπειρία και την επίγνωση της δύναμης της ανάστασης, ισοδυναμεί με ευνουχισμό και απώλεια συνειδήσεως ενός υποψήφιου άρχοντα. Ισοδυναμεί με αποκλεισμό και δολοφονία του ατόμου από την πηγή της ζωής, όχι μόνον της καθημερινής αλλά και της αιώνιας.
Διότι αν στερηθούμε το δώρο της δύναμης του δημιουργού, όπως αυτή αποδείχθηκε με το γεγονός της ανάστασης, τότε η ζωή μας δεν μπορεί να υπερβεί το φυσικό όριο του θανάτου.
Διότι η έμπνευση θα έχει χαθεί, και η κοινωνική μετριότητα θα παρασύρει ολόκληρους πληθυσμούς στην εσωστρέφεια και την υποστολή των αξιών.
Αντίθετα, η πίστη στην δύναμη της ανάστασης μπορεί να φέρει την εσωτερική κάθε ατόμου ελευθερία, και, αξιοποιώντας τα εφόδια του δημιουργού, να παραχθεί έργο πλούσιας καθημερινότητας και με την προοπτική της αιωνιότητας.