Τα αναδυόμενα, τα εμφανιζόμενα όταν δεν τα περιμένουμε, παράθυρα, είναι οι εικόνες της δικής μας καθημερινής ζωής και οι προκλήσεις και προσκλήσεις του δικού μας ατόμου, τις οποίες και πρέπει να επεξεργαστούμε, και να απορρίψουμε ή να αποδεχθούμε, για να αρχίσει η επεξεργασία και η κατεργασία τους από το άτομό μας και όχι βέβαια από τους άλλους.
Αυτή είναι προσωπική και ατομική ευθύνη, όπως είναι η οδήγηση του δικού μας οχήματος, και η κατανάλωση τροφών στο δικό μας τραπέζι. Σε αυτές τις περιπτώσεις της δικής μας καθημερινότητας οι άλλοι παίζουν δευτερεύοντα και όχι πρωτεύοντα ρόλο. Οι άλλοι δεν μπορούν να μάς αντικαταστήσουν, ούτε να έχουν εκείνοι την ευθύνη που αναλογεί σε μάς. Καθένα άτομο είναι απόλυτα υπεύθυνο για τον τρόπο που χειρίζεται τα ατομικά του ζητήματα και δεν υπάρχει σύγχυση αρμοδιοτήτων και ευθυνών.
Και επειδή αυτή είναι μια αδήριτη αλήθεια στην προσωπική μας καθημερινότητα, όταν ερχόμαστε στα θέματα της πίστεως, θεωρούμε ότι πρόκειται για κοινωνική και όχι για προσωπική και ατομική ευθύνη. Και αυτή η παραδοχή ενοχοποιεί το άτομό μας. Διότι ξέρουμε με απόλυτη ασφάλεια ότι το όχημα που οδηγούμε και οι τροφές που καταναλώνουμε είναι στην προσωπική μας ευθύνη, και όχι στην ευθύνη των άλλων. Άρα, και στην προσωπική μας πίστη, στην καλλιέργεια και αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μάς προσφέρει το εφόδιο της πίστης, δεν παίζει τον αποφασιστικό ρόλο η γνώμη των άλλων, αλλά μόνο η δική μας άποψη, η οποία μπορεί να διορθώνεται, εφόσον διαπιστώνουμε ότι δεν απέδωσε την ικανοποίηση της δικής μας ανάγκης.
Όπως, δηλαδή, ο τρόπος που οδηγούμε το όχημά μας και καταναλίσκουμε τις αναγκαίες τροφές βελτιώνεται προς την κατεύθυνση της δικής μας ικανοποίησης, έτσι και στα θέματα της ατομικής μας πίστης διορθώνουμε προς την ατομική μας πληρότητα και ικανοποίηση τα πάντα. Και αυτή η βελτίωση μπορεί να είναι υποβοηθούμενη, αλλά σε κάθε περίπτωση η ευθύνη της διαχείρισης δεν ανήκει σε άλλους αλλά στο υπεύθυνο άτομο.
Και η διδασκαλία του Χριστού αποβλέπει σε αυτό ακριβώς το στοιχείο. Όχι στη εγκατάλειψη της ευθύνης, αλλά στην βελτίωση των όσων δεν μάς ικανοποιούν, ώστε το αποτέλεσμα να οδηγεί προς την τελειότητα, και όχι στην άρνηση της αλήθειας ή την εγκατάλειψη της προσπάθειας για βελτίωση. Ποτέ ο Χριστός δεν έθεσε το άτομο εκτός της προσωπικής του – του ατόμου δηλαδή – ευθύνης, αλλά πάντοτε αξιοποιούσε την υφιστάμενη κατάσταση του ατόμου, προκειμένου να υποδείξει τρόπους βελτίωσης της προσωπικής καθημερινότητας.
Όταν κάποιος τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει στην δίκαιη διανομή της οικογενειακής περιουσίας, ο Χριστός εξήγησε ότι δεν ήταν δική του δουλειά, αλλά των ατόμων που είχαν εμπλακεί στην διαμάχη της διανομής. Πρότεινε μόνο να φυλάγεται καθένας από την πλεονεξία, διότι αυτή στοιχειοθετεί την κατάσταση της ειδωλολατρίας, όπως εξήγησε ο απόστολος Παύλος αργότερα. Άρα η ευθύνη δεν μεταφέρθηκε στον Χριστό, αλλά παρέμεινε στα εμπλεκόμενα άτομα, τα οποία και έπρεπε να είναι προσεκτικά, εάν βεβαίως τους ενδιέφερε η γνώμη του Χριστού.