Η κατάκτηση και η άσκηση κυριαρχίας πάνω σε κάτι είναι ένα κομμάτι της ατομικής μας καθημερινότητας και περιλαμβάνει τον αγώνα για την κατάκτηση, αλλά και την σοφία για την διατήρηση μέσα από την λογική και την κρατούσα ηθική. Καμία κατάκτηση δεν έχει νόημα χωρίς την σοφία που απαιτείται για την διαχείριση και την διατήρησή της. Σε διαφορετική περίπτωση το θέμα είναι θνησιγενές και δεν αφορά κατά την ουσία του το μέλλον, και όλοι κατανούμε ότι αυτό δεν είναι το ζητούμενο μόνο.
Διότι η κατάκτηση έχει νόημα όταν συμβάλλει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην διατήρηση των υπαρχόντων ή ακόμη και στην βελτίωση των ήδη υπαρχόντων. Διαφορετικά, είναι εκτός διαδικασίας ζωής, και οδηγεί στο αδιέξοδο, εάν συνεχιστεί ανέμελα. Για τον λόγο αυτό και ο Χριστός εξήγησε την ανάγκη για επαγρύπνηση – όχι αϋπνία αλλά εγρήγορση στην ατομική μας πρακτική καθημερινά – προκειμένου η διατήρηση και η αύξηση των κεκτημένων να αποβαίνει προς όφελος και όχι προς ζημία.
Και αυτό δεν είναι θέμα της κοινωνίας των ανθρώπων, αλλά του ατόμου που ενδιαφέρεται για την προσωπική του ζωή. Διότι η κοινωνία συμβάλλει – θετικά ή αρνητικά – στις δικές μας ενέργειες μέσα στην ατομική μας καθημερινότητα, αλλά – κατά κανόνα – η ευθύνη δεν ανήκει στην κοινωνία για τις δικές μας λάθος επιλογές, αλλά ανήκει στις δικές μας αρνητικές θέσεις ζωής, οι οποίες συνήθως είναι πεπαλαιωμένες και δεν επιδέχονται νεωτερισμούς και προσαρμογές, που είναι αναγκαίες για την επιβίωση του ατόμου.
Η ανανέωση, δηλαδή, του μυαλού μας δεν είναι θέμα της κοινωνίας, αλλά αφορά αποκλειστικά τις ατομικές μας θέσεις γύρω από τα θέματα της καθημερινότητας. Και η διάκριση του συμφέροντος από το επιζήμιο δεν ανήκει σε άλλους αλλά στο άτομο που βιώνει την δική του καθημερινότητα με τις θετικές ή αρνητικές του εκτιμήσεις των πραγματικών και όχι των φανταστικών δεδομένων.
Ποτέ η μεγάλη προσδοκία δεν αντικαθιστά την μικρή καθημερινότητα, και ποτέ η μεγάλη κατάκτηση δεν αψηφά την μικρή ανάγκη στις καθημερινές μας συνήθειες. Μικρές ανάγκες, μικρή ευθύνη. Μεγάλη ανάγκη, μεγάλες ευθύνες. Και καθένας επιλέγει το μενού της δικής του καθημερινότητας στα πλαίσια των δικών του δεδομένων, και γι αυτό κρίνεται, και όχι για τα κοινωνικά δρώμενα, για τα οποία κάποιοι άλλοι είναι υπεύθυνοι.
Επομένως, ορθά ο Χριστός εξήγησε ότι το άτομο κρίνεται και όχι η κοινωνία, της οποίας τα δεδομένα δεν είναι δυνατόν ποτέ κανείς να γνωρίζει με ασφάλεια, διότι όλα αλλάζουν κάθε στιγμή, και κάθε απόφαση δεν είναι βέβαιο ότι προσαρμόζεται ορθά στις κρατούσες συνθήκες του μέλλοντος, το οποίο μπορεί εμείς να μην το βιώνουμε, αλλά υπάρχει, και έρχεται ως πραγματικότητα, όταν εμείς δεν προνοούμε τα αυτονόητα.