Όταν κάποιος κατακτήσει κάτι, το επόμενο στάδιο είναι να το διατηρήσει, εάν πρόκειται για θέμα που έχει μακροχρόνιο ενδιαφέρον. Σε όλο το φάσμα του φυσικού κόσμου η κατάκτηση συνοδεύεται από την ανάγκη της διατήρησης, και όσο πιο πολύτιμο είναι το αντικείμενο της κατάκτησης, τόσο η σημασία της διατήρησης της εξουσίας πάνω στην κατάκτηση παίρνει άλλο χαρακτήρα.
Δηλαδή, η κατάκτηση όταν αφορά ζήτημα πέραν της απλής καθημερινότητας, επιβάλλει ως αναγκαιότητα και την δύναμη της διατήρησης. Διαφορετικά θα πρόκειται για τυχαία πρόσκαιρη κατάκτηση και όχι δύναμη εξουσίας. Και όλοι κατανοούμε την διαφορά. Όταν κάτι είναι πολύτιμο, όλοι θέλουμε την διατήρηση της κατάκτησης, αλλά η διατήρηση της κατάκτησης προϋποθέτει και κατανόηση των αξιών που συνοδεύουν την κατάκτηση.
Δηλαδή, όσο περισσότερο έχει κοστίσει η κατάκτηση, τόσο περισσότερο γίνεται αντιληπτή και η αξία και σημασία της διατήρησης της κατάκτησης. Και αυτό, ενώ είναι εύκολα κατανοητό στην δική μας πρακτική καθημερινότητα, σπίτια, σπουδές, κλπ, όταν ερχόμαστε στην σφαίρα της διαχρονικότητας, δηλαδή της διατήρησης εξουσίας σε κάτι που διαρκεί πέραν των ανθρωπίνων ορίων φυσικής ζωής, εκεί χάνουμε τον προσανατολισμό μας.
Διότι, μπορεί να είναι εύκολα κατανοητή η αξία της κατάκτησης, αλλά δεν είναι εύκολα αντιληπτός ο τρόπος διατήρησης. Πολλές φορές, δηλαδή, ενώ ξέρουμε πώς να μεριμνήσουμε για την διατήρηση ενός σπιτιού με τις επισκευές και την πρόνοια, όταν ερχόμαστε σε σοβαρά ζητήματα του εσωτερικού μας κόσμου, όπως η εκτίμηση, η κατανόηση, η κοινωνική μας ηθική, κλπ, εκεί τα πράγματα παίρνουν τροπή αδιαφορίας και απαξίωσης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν στιγμές και περίοδοι έντασης και ευεξίας, αλλά και περίοδοι αδιαφορίας και υποτίμησης.
Και αυτό έχει ως συνέπεια να πηγαίνουν χαμένοι κόποι και προσπαθειες που καταβάλλαμε για την κατάκτηση, χάνοντας πολύτιμα στοιχεία που θα μπορούσαμε να διακρατήσουμε στην διαχρονική μας παρουσία στην ζωή. Και, φυσικά, αυτό κανείς δεν το θέλει. Διότι όλοι θέλουμε να αυξάνουμε και να εμπλουτίζουμε τα υπάρχοντά μας και όχι να απομειώνονται από το προσωπικό μας χαρτοφυλάκιο. Και εδώ η διδασκαλία του Χριστού φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο, όποιος ενδιαφέρεται για τον εμπλουτισμό των υπαρχόντων του, θα πρέπει να είναι έξυπνος, δηλαδή να μην αφήνει απροστάτευτα τα τμήματα της ατομικής του κατάκτησης, όπως συμβαίνει και με τις κοινωνικές κατακτήσεις, όπως η ελευθερία, η παιδεία, κλπ.
Ο Χριστός, δηλαδή, δεν άφησε τίποτα στην τύχη, αλλά μεριμνούσε καθημερινά για την αύξηση των υπαρχόντων αποθεμάτων των μαθητών του, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν κάθε δύσκολη στιγμή στην ατομική τους καθημερινότητα. Τα θαύματα, δηλαδή, δεν είναι για να επαναπαύεται ο άνθρωπος της πίστης στον Χριστό, αλλά για να παίρνει δύναμη ενδυνάμωσης της πίστης, αποσκοπώντας στην πλατύτερη και βαθύτερη αποκάλυψη του θελήματος του θεού, διότι το θέλημα αυτό δεν είναι συμβολικό, αλλά είναι πρακτικά αγαθό, ευάρεστο και τέλειο, και επιφέρει θετικές συνέπειες στην ατομική καθημερινότητα του ενδιαφερομένου προσώπου.
Η εγκατάλειψη των κατακτήσεων στην σφαίρα της πίστης ενός ατόμου, δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε καλά. Στηρίχθηκε, δηλαδή, μόνο στα θαύματα και στον θαυμασμό, και δεν πρόσεξε την αντιμισθία, από την οποία απορρέουν όλα τα θετικά και πολύτιμα στην ατομική μας καθημερινότητα.