Μια ουσιαστική παράμετρος – η ουσιαστικότερη – είναι η διδασκαλία της διάκρισης μεταξύ καλού και κακού. Και ενώ αυτό είναι προφανές, όλοι παρακολουθούμε μόνο την Εκκλησιαστική τάξη, αφήνοντας τα μεγάλα της καθημερινότητας, την διάκριση και την επιλογή των καλών από τα πονηρά, στο περιθώριο. Και βέβαια το δυσάρεστο και ανάρμοστο αποτέλεσμα δεν ζημιώνει κανένα άλλον παρά μόνο το άτομο που αγνοεί την καλύτερη επιλογή της αλήθειας, από την εύκολη επιλογή της επιθυμίας της απάτης και του ψεύδους.
Και μπορεί αυτό να θεωρείται μεμονωμένο γεγονός μέσα στα οκτώ δισεκατομμύρια των ανθρώπων που ζούμε σήμερα στον πλανήτη, αλλά αυτή είναι η παρεξηγημένη αλήθεια. Διότι κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα στην κοινωνία και στο κάθε άτομο, εάν πρώτα δεν αλλάξει τις λάθος απόψεις και νοοτροπίες για την ατομική του καθημερινότητα. Η γνώση του καλού και του πονηρού είναι το πρώτο βήμα. Η επιλογή του καλού είναι το δεύτερο. Η εφαρμογή του καλού είναι το τρίτο στην σειρά της δημιουργίας ενός ατόμου μέσα στην δική του καθημερινότητα. Και όλοι κατανοούμε ότι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο.
Διότι όλα τα προηγούμενα στάδια είναι πολύτιμα, αλλά ανήκουν στην σφαίρα των συναισθημάτων, άρα είναι έωλα μέχρι να πάρουν μορφή και ύπαρξη μέσα στον πραγματικό κόσμο και όχι μόνο στον κόσμο της φαντασίας. Και στο τρίτο αυτό στάδιο είναι προφανές ότι οι δικές μας δυνάμεις – ψυχικές και σωματικές – δεν επαρκούν. Διότι οι πιέσεις της κοινωνίας των ανθρώπων και των φυσικών συνθηκών είναι και γίνονται αφόρητες πάνω στο άτομο που θέλει να γνωρίζει, αλλά και να εφαρμόζει την αλήθεια έναντι του ψεύδους και της απάτης.
Άρα, εάν διαθέτουμε μόνο όσα όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν, είναι προφανές ότι θα πεθάνουμε στην έρημο της μοναξιάς και της απομόνωσης. Και αυτό συνιστά τραγωδία και όχι επιτυχία και κατάκτηση. Και εδώ η διδασκαλία του Χριστού δίνει άλλη διάσταση της πραγματικότητας. Διότι εξηγεί πώς το άτομο που ενδιαφέρεται να ανακαλύψει τις πηγές της δύναμης εκτός αυτής που διαθέτουμε όλοι.
Κάθε άνθρωπος, δηλαδή, διαθέτει ψυχικές και σωματικές δυνάμεις ανάλογα με την υπαρξιακή του σύνθεση. Και όσο κάποιος ακολουθεί αυτή την πορεία, δηλαδή να αξιοποιεί όσα του προσφέρει η φύση του και η κοινωνία των ανθρώπων μέσα στην οποία διάγει την ατομική του καθημερινότητα, τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά. Το πρόβλημα της ένδειας και των ελλείψεων προκύπτει όταν το άτομο θελήσει να υπερβεί την κοινωνική κατάσταση της αδικίας και της επιθυμίας του ψεύδους και της απάτης.
Τότε έρχεται αντιμέτωπος με την φτώχεια του φυσικού και ψυχικού του οργανισμού, διότι διαπιστώνει στην πράξη ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει τις ιδέες και τις απόψεις του. Όχι γιατί δεν είναι καλές, το γνωρίζει αυτό πολύ καλά, αλλά γιατί ο ψυχικός και σωματικός του οργανισμός αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις εξωτερικές πιέσεις. Και τότε υποχωρεί, υποστέλλει τις θεωρητικές πεποιθήσεις του και προσαρμόζεται στην κοινωνική και σωματική του πραγματικότητα χωρίς δυνατότητα υπέρβασης.