Οι προσωπικές μας κατακτήσεις περνούν θέλοντας και μη από την ατομική μας – κατά κανόνα – προσπάθεια. Καμία κατάκτηση δεν υπολογίζεται και δεν προσμετράται στην ατομική μας επιτυχία, εάν εμείς δεν το θέλουμε και δεν συμμετέχουμε. Εάν όχι, τότε θα πρόκειται για κατάκτηση άλλων και όχι βέβαια δική μας.
Και αυτό είναι κρίσιμο στοιχείο στις εκτιμήσεις για τον εαυτό μας. Διότι, πολλές φορές ή τις περισσότερες, προσγράφουμε στην δική μας μερίδα, κατακτήσεις άλλων, και αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση της κούφιας υπερηφάνειας – υπάρχει και η “καλή” υπερηφάνεια – χωρίς δηλαδή να το δικαιούμαστε, αφού η κατάκτηση δεν ήταν στην πραγματικότητα δική μας, αλλά – με πλάγιους πάντα τρόπους – εμείς την οικειοποιηθήκαμε, παραπλανώντας τους άλλους ή και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Και ενώ αυτό θεωρητικά είναι απόλυτα κατανοητό μέσα στην προσωπική μας εμπειρία – για παράδειγμα όταν δεν αναγνωρίζουμε στους δημιουργούς ενός έργου τον δικό τους ρόλο, αλλά παριστάνουμε ότι δεν ξέρουμε ή πραγματικά δεν ξέρουμε – όταν ερχόμαστε στα θέματα της πίστης, εκεί θέλουμε να αγνοούμε, ότι κάποιος άλλος και όχι εμείς έχει φτιάξει κάτι, και εμείς το παρουσιάζουμε ή το θεωρούμε “δικαιωματικά” δικό μας ή κάποιου ανώνυμου, ο οποίος όμως ούτε κατονομάζεται ούτε παρεμβαίνει σήμερα.
Και εάν μεν πρόκειται για ανθρώπινα δημιουργήματα, οι συνέπειες είναι ποινικές και η κρίση είναι εις βάρος μας, όπως η δημοσίευση μιας φωτογραφίας που κάποιος άλλος την δημιούργησε, χωρίς να μνημονεύεται το δικό του όνομα, αλλά αφήνοντας να εννοηθεί ότι και αυτό είναι δικό μας δημιούργημα. Και, φυσικά, δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημιουργούς οι οποίοι δεν ζουν πλέον, γιατί δεν έχουν και τρόπους να αποκαταστήσουν την εις βάρος τους αδικία. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει, όταν σήμερα ένα άτομο χρησιμοποιεί δημιουργήματα άλλου δημιουργού, προκειμένου να φτιάξει ένα δικό του δημιούργημα, έχοντας “ξεχάσει” τον δημιουργό της βάσης, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η δική του δημιουργία.
Διότι, αυτό δεν αδικεί τον πρώτο δημιουργό, κατά την έννοια ότι θα αναστηθεί για να μάς τιμωρήσει, αλλά αδικεί τον σύγχρονο δημιουργό και “κλέφτη” των δικαιωμάτων του αρχικού δημιουργού. Αυτή η έννοια της “κλοπής” των δικαιωμάτων ενός δημιουργού παραπέμπει στις αστοχίες της σύγχρονης ατομικής μας ζωής. Διότι, ενώ πιστεύουμε σε ένα δημιουργό του ανθρώπου και του σύμπαντος κόσμου, αγνοούμε αυτή την δημιουργία, και “κενοφανώς” παριστάνουμε τους σπουδαίους, έχοντας “αδικήσει” τον προηγούμενο και αρχικό δημιουργό.
Με αυτή την τοποθέτησή μας για τα πράγματα της προσωπικής μας καθημερινότητας, δεν αδικούμε τον αρχικό δημιουργό – αυτός δεν έχει την ανάγκη μας – αλλά αδικούμε τον εαυτό μας, συσσωρεύοντας κενή υπερηφάνεια, η οποία αντίκειται στην ροή του συμφέροντός μας. Διότι, τιμώντας τον δημιουργό, δεν προσφέρουμε σφάγια για να χορτάσει, όπως ο “Μινώταυρος”, αλλά ανοίγουμε δρόμους καλύτερης κατανόησης του εαυτού μας και των προβληματικών ή επιτυχημένων κατακτήσεών μας στην προσωπική μας καθημερινότητα.
Το πνεύμα της αποκάλυψης δεν αφορά την Αποκάλυψη του Ιωάννη, αλλά αφορά πρωτίστως τον φωτισμό του νου μας, προκειμένου να κάνουμε λιγότερα λάθη στους υπολογισμούς μας, κρίνοντας ότι δεν τα ξέρουμε όλα – ξέρουμε μόνο ελάχιστα – τα μυστικά της δημιουργίας, αλλά μένοντας μακριά από την κούφια υπερηφάνεια που εμποδίζει την προσωπική μας προκοπή στις κατακτήσεις που αναζητούμε.