Η απόκτηση δεν είναι κατάκτηση κατά την κυριολεξία. Έχουν βέβαια και οι δύο έννοιες την λέξη κτήση, κτήμα, αλλά η κατάκτηση αναφέρεται σε σπουδαιότερα θέματα, όπου, βέβαια, δεν πρόκειται για απλή ιδιοκτησία, αλλά περιοχή άσκησης συνολικής εξουσίας και κυριότητας.
Και μπορεί να μην κατακτήσουμε περιουσίες πάνω στην γη, σπίτια, χωράφια, πολύτιμα αντικείμενα, κλπ, αλλά αυτό που είναι στην ατομική μας ευθύνη είναι να κατακτήσουμε γνώσεις, οι οποίες θα φέρουν στην ζωή μας ελευθερία και αυτάρκεια. Διότι, όλα μέσα στο μυαλό μας λειτουργούν και ικανοποιούν ή δημιουργούν ελλείψεις, με αποτέλεσμα την απουσία της ατομικής μας ευτυχίας. Και αυτό είναι δυσάρεστο. Διότι ενώ ζούμε μέσα στην αφθονία – όπως καθένας εννοεί αυτή την αλήθεια – εν τούτοις αισθανόμαστε πάντοτε ότι κάτι μάς λείπει, και αυτή η έλλειψη φέρνει στενότητα στον εσωτερικό μας κόσμο και στειρότητα στις σκέψεις και στις ορθές επιθυμίες μας.
Διότι όποιος δεν έχει επιθυμίες είναι ήδη νεκρός, όπως και όποιος έχει λάθος επιθυμίες βρίσκεται σε λάθος πορεία. Διότι όλα τα πράγματα του κόσμου, ακόμη και αυτά που εμείς θεωρούμε – και είναι πράγματι – καλά, στο τέλος όλα μένουν εδώ και κανένας ποτέ δεν πήρε για πάντα κάτι από αυτά μαζί του. Ακόμη και αν έχουμε απογόνους και αφήνουμε καλά πράγματα – και όχι χρέη – στα παιδιά μας, εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτα απολύτως – και εδώ η έννοια του απόλυτου είναι απόλυτη δια παντός – αλλά τα αφήνουμε όλα πίσω, αν και έχουμε κοπιάσει για να τα κατακτήσουμε.
Ωστόσο αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια. Διότι μπορεί να μην παίρνει ουδείς (ουδέ ένας δηλαδή) κάποιο πολύτιμο αντικείμενο μαζί του, αλλά παίρνει τον χαρακτήρα και τον εσωτερικό του κόσμο, τουλάχιστον κατά την χριστιανική πίστη. Και εδώ τίθενται τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Γιατί να κοπιάζω, γιατί να προσπαθώ να κατακτήσω κάτι, αφού θα το αφήσω σε λίγα χρόνια πίσω μου και δεν θα το πάρω μαζί μου, διότι, προφανώς, δεν θα μου είναι αναγκαίο εκεί που πηγαίνω; Και αυτό το αδυσώπητο ερώτημα πλανάται στις ψυχές κάθε ανθρώπου όταν γίνει ώριμος και έχει κατακτήσει όσα του χρειάζονται για μια αξιοπρεπή καθημερινότητα.
Αυτά, τα ίδια ερωτήματα είχαν και οι άνθρωποι της εποχής του Χριστού, και αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει καμία απάντηση. Μάταια όλα, όταν αφορούν μόνον τον επίγειο βίο καθενός ανθρώπου. Αυτός ήταν και ο λόγος που λίγοι άνθρωποι την εποχή του Χριστού ακολουθούσαν με υψηλό καθημερινό κόστος, οικονομικό και κοινωνικό έναν δάσκαλο, που έλεγε κάτι πιο πέρα από το αυτονόητο. Δηλαδή, πέρα από τον τρόπο με τον οποίο θα αποκτήσω μόνο τα προς το ζην αναγκαία. Διότι εκείνοι βίωναν, όπως και πολλοί σήμερα βλέπουν, έναν κόσμο με μια καθημερινότητα πνιγμένη στην απληστία μας, στον εγωκεντρισμό μας και την αδικία, ενώ προφανώς υπάρχουν περιθώρια επέκτασης του ατομικού μας ορίζοντα πέραν από τα καθημερινά και τα αναγκαία με άδικο και μισητό τρόπο. Και ο Δάσκαλος Χριστός εξήγησε τα αυτονόητα.
Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει στην κοινωνία που ζούμε καθημερινά, εάν δεν αλλάξει ένα, το καθένα άτομο που αισθάνεται το άδικο και την μισητή απάτη σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, και σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Το άτομο συνιστά την κοινωνία. Το άτομο φέρνει το φως. Το άτομο δροσίζει με την αλήθεια τον σύγχρονο κάθε μέρα κόσμο.
Το φως διαδίδεται, αλλά έχει πάντα μια αφετηρία και μια ευθεία πορεία προς την μείωση και απομάκρυνση του σκότους και του μίσους που κυοφορούμε όλοι μέσα μας, μέχρι που να ανακαλύψουμε ότι εκτός από τις τροφές και την προστασία, όλα τα άλλα είναι θέματα έκτασης και έντασης, που το άτομο καθορίζει τα μεγέθη και όχι η ανώνυμη κοινωνία. Αυτό είναι το μήνυμα της διδασκαλίας του Χριστού για όποιον αναζητά απαντήσεις για τα ερωτήματα του μέλλοντος, αλλά και για τα αδιέξοδα του παρελθόντος.